δεκατώνης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκατώνης]], ο (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] του φόρου της δεκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεκάτη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ( | |mltxt=[[δεκατώνης]], ο (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] του φόρου της δεκάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεκάτη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]» ([[πρβλ]]. [[ισχαδώνης]], [[σιτώνης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A tithe-farmer, Anaxil.8.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zehendpächter, Anaxil. Poll. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατώνης: -ου, ὁ, ἐνοικιαστὴς τῆς δεκάτης, Ἀναξίλ. Γλαυκ. 1 (Πολυδ. Θ΄, 29).
Spanish (DGE)
(δεκᾰτώνης) -ου, ὁ cobrador del diezmo, recaudador del diezmo Anaxil.7, TAM 2.1.19 (Telmeso II a.C.), Poll.6.128.
Greek Monolingual
δεκατώνης, ο (Α)
ο ενοικιαστής του φόρου της δεκάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω» (πρβλ. ισχαδώνης, σιτώνης)].