εὐρύχωρος: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), [[πρβλ]]. <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A roomy, wide, Arist.PA675b27; πεδίον D.S.19.84; ναῦς Max. Tyr.1.3; τὰ εὐ. wide spaces, Aen. Tact.2.2, Ph.Bel.92.47.
German (Pape)
[Seite 1096] von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύχωρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 5, 12, Διόδ. 19. 84.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au vaste emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χώρα.
English (Strong)
from eurus (wide) and χώρα; spacious: broad.
English (Thayer)
εὐρύχωρον (εὐρύς broad, and χώρα), spacious, broad: Sept.; Aristotle, h. anim. 10,5 (p. 637a, 32); Diodorus 19,84; Josephus, Antiquities 1,18, 2; (8,5, 3; contra Apion 1,18, 2).)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].
Greek Monotonic
εὐρύχωρος: -ον (χώρα), φαρδύς, πλατύς, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύχωρος: широкий, обширный (πόρος Arst.; πεδίον Diod.; ὁδός NT).
Middle Liddell
εὐρύ-χωρος, ον χώρα
roomy, wide, Arist.
Chinese
原文音譯:eÙrÚcwroj 由呂-何羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-湧出 間隔的
字義溯源:寬闊的,廣大的,寬大的,大的;由(εὐρακύλων / εὐροκλύδων)Y*=寬)與(χώρα)=地方)組成;其中 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開,張開)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 是大的(1) 太7:13