θεόσδοτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόσδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δόθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θεόσ</i>-<i>δοτος</i> ([[αντί]] του ορθού <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>δοτος</i>, <i>έκ</i>-<i>δοτος</i>) κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>διόσ</i>-<i>δοτος</i>].
|mltxt=[[θεόσδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δόθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θεόσ</i>-<i>δοτος</i> ([[αντί]] του ορθού <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>δοτος</i>, <i>έκ</i>-<i>δοτος</i>) κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>διόσ</i>-<i>δοτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσδοτος Medium diacritics: θεόσδοτος Low diacritics: θεόσδοτος Capitals: ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theósdotos Transliteration B: theosdotos Transliteration C: theosdotos Beta Code: qeo/sdotos

English (LSJ)

ον, poet. and later Prose for θεόδοτος, A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.

German (Pape)

[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεόδοτος.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
   1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.

Greek Monolingual

θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].

Greek Monotonic

θεόσδοτος: -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θεόσδοτος: Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = θεόδοτος.

Middle Liddell

θεόσ-δοτος, ον δίδωμι
poet. for θεόδοτος, given by the gods, Hes., Pind.