θεόσδοτος: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεόσδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δόθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θεόσ</i>-<i>δοτος</i> ([[αντί]] του ορθού <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], | |mltxt=[[θεόσδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δόθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θεόσ</i>-<i>δοτος</i> ([[αντί]] του ορθού <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>δοτος</i>, <i>έκ</i>-<i>δοτος</i>) κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>διόσ</i>-<i>δοτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, poet. and later Prose for θεόδοτος, A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.
German (Pape)
[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεόδοτος.
English (Slater)
θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
Greek Monolingual
θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].
Greek Monotonic
θεόσδοτος: -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
θεόσδοτος: Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = θεόδοτος.
Middle Liddell
θεόσ-δοτος, ον δίδωμι
poet. for θεόδοτος, given by the gods, Hes., Pind.