καθεψιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, [[μετὰ]] γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
|lstext='''καθεψιάομαι''': [[πειράζω]], [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς [[σέθεν]] αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεψιάομαι Medium diacritics: καθεψιάομαι Low diacritics: καθεψιάομαι Capitals: ΚΑΘΕΨΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kathepsiáomai Transliteration B: kathepsiaomai Transliteration C: kathepsiaomai Beta Code: kaqeyia/omai

English (LSJ)

A mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od.19.372.

German (Pape)

[Seite 1283] verspotten, illudere, τινός, Od. 19, 372, Schol. καθάπτεσθαι, λοιδορεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καθεψιάομαι: πειράζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ, λοιδοροῦμαι, Λατ. illudere, μετὰ γεν., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Ὀδ. Τ. 372 (πρβλ. 370, κἀκείνῳ ἐφεψιόωντο).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. καθεψιόωνται;
se railler de, gén..
Étymologie: κατά, ἑψιάομαι.

English (Autenrieth)

make sport of; τινός, Od. 19.372†.

Greek Monotonic

καθεψιάομαι: αποθ., εμπαίζω, περιγελώ, Λατ. illudere, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεψιάομαι: насмехаться (τινός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-εψιάομαι bespotten, met gen.

Middle Liddell


Dep., to mock at, Lat. illudere, c. gen., Od.