λεπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λεπίζω]] (AM) [[λέπος]]<br />[[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] ή τον φλοιό, [[ξεφλουδίζω]], [[γδέρνω]] («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).<br /> <b>(II)</b><br />[[λεπίζω]] (Α) [[λεπίς]]<br />[[αφαιρώ]] τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες [[είναι]] διακοσμημένο ένα [[αντικείμενο]] («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῑστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λεπίζω]] (AM) [[λέπος]]<br />[[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] ή τον φλοιό, [[ξεφλουδίζω]], [[γδέρνω]] («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).<br /> <b>(II)</b><br />[[λεπίζω]] (Α) [[λεπίς]]<br />[[αφαιρώ]] τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες [[είναι]] διακοσμημένο ένα [[αντικείμενο]] («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῖστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπίζω:''' снимать кожу, обдирать, pass. сдираться Arst., Polyb.
|elrutext='''λεπίζω:''' снимать кожу, обдирать, pass. сдираться Arst., Polyb.
}}
}}

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπίζω Medium diacritics: λεπίζω Low diacritics: λεπίζω Capitals: ΛΕΠΙΖΩ
Transliteration A: lepízō Transliteration B: lepizō Transliteration C: lepizo Beta Code: lepi/zw

English (LSJ)

(λέπος) A peel off the husk, skin or bark, mostly in Pass., Antiph. 217.10 (codd. Ath.), Thphr.HP9.2.7, Arist.Mir.830a15 (s.v.l.), Ph.Bel.88.45, Dsc.1.36; of the tongue, Aët.8.40:—Act. in LXX Ge. 30.37, al. II (λεπίς) strip an object of its covering of metal plates, Plb.22.4.7, 10.27.11 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 29] schälen, die Schale, Rinde od. Haut abziehen, Pol. 10, 27, 11. 23, 2, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπίζω: (λέπος) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω», Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 10, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 13, 1· ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. Λ΄ 37, κ. ἀλλ.)· ― μεταφορ., Πολύβ. 10. 27, 11.

French (Bailly abrégé)

peler, écailler, écorcer.
Étymologie: λεπίς.

Greek Monolingual

(I)
λεπίζω (AM) λέπος
αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).
(II)
λεπίζω (Α) λεπίς
αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα αντικείμενο («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῖστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

λεπίζω: снимать кожу, обдирать, pass. сдираться Arst., Polyb.