λάβιον: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια | |mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
English (LSJ)
τό, Dim. of A λαβή 1, haft, Str.12.2.10.
German (Pape)
[Seite 1] τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.
Greek (Liddell-Scott)
λάβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβή, «χεροῦλι», Στράβ. 540.
Greek Monolingual
λάβιον, τὸ (Α) λαβή
μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.).