λάβιον: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβιον Medium diacritics: λάβιον Low diacritics: λάβιον Capitals: ΛΑΒΙΟΝ
Transliteration A: lábion Transliteration B: labion Transliteration C: lavion Beta Code: la/bion

English (LSJ)

τό, Dim. of A λαβή 1, haft, Str.12.2.10.

German (Pape)

[Seite 1] τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.

Greek (Liddell-Scott)

λάβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβή, «χεροῦλι», Στράβ. 540.

Greek Monolingual

λάβιον, τὸ (Α) λαβή
μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.).