λόφουρος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λόφουρος]] και λοφοῡρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φουντωτή [[ουρά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λόφουρα</i><br />α) τα ζώα που έχουν πυκνή [[χαίτη]] και φουντωτή [[ουρά]], όπως ο [[ίππος]], ο όνος και ο [[ημίονος]]<br />β) τα υποζύγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), | |mltxt=[[λόφουρος]] και λοφοῡρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φουντωτή [[ουρά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λόφουρα</i><br />α) τα ζώα που έχουν πυκνή [[χαίτη]] και φουντωτή [[ουρά]], όπως ο [[ίππος]], ο όνος και ο [[ημίονος]]<br />β) τα υποζύγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), [[πρβλ]]. <i>ίππ</i>-<i>ουρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λόφουρος:''' с пушистым хвостом ([[ἵππος]], κύνες, [[ὄνος]] Arst.). | |elrutext='''λόφουρος:''' с пушистым хвостом ([[ἵππος]], κύνες, [[ὄνος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
( λοφοῦρος Arist.HA501a6 Bekker), ον, in neut. pl., A pack-animals, as horse, ass, mule, Arist.HA491a1, GA755b18, IG 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called ὑποζύγια, Arist.Pr. 895b12 (cf. 15); τὰ ζυγὰ τῶν λ. Thphr.HP5.7.6; opp. τὰ μηρυκάζοντα, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.Pr.l.c.
German (Pape)
[Seite 65] mit langhaarigem Schwanze, od. Thiere, die am Halse u. am Schwanze lange, steife Haare haben, wie die Pferde u. Esel, Arist. Physiogn. 4 κύνες, ὄνοι, σύες; vgl. H. A. 1, 6 gen. an. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
λόφουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων λοφωτήν, δασείαν οὐράν· λόφουρα καλοῦντα τὰ ζῷα τὰ ἔχοντα δασεῖαν, «φουντωτὴν» οὐράν, οἷον ὁ ἵππος, ὁ ὄνος, ὁ ἡμίονος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 7, π. Ζ. Γενέσεως 3. 5, 4, κ. ἀλλ. 2) λόφουρον φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς φορτηγὸν ζῷον ἔν τινι ἐπιγραφῇ Ρόδ. ἐν Trans. Of Roy. Soc. Of Lit. xi. σ. 3, 9 (νέα σειρά).
Greek Monolingual
λόφουρος και λοφοῡρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα
α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος
β) τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ-ουρος].