λυσίπονος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[λυσίπονος]], -ον)<br />αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυσίπονον</i><br />[[κολλύριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. <i>δορί</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορί-πονος, παυσί-πονος)].
Greek Monotonic
λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λῡσίπονος: (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; ὕπνος Anth.).
Middle Liddell
λῡσί-πονος, ον
releasing from toil, Pind.