νοοπλανής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοοπλανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[φρενοβλαβής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει [[παραφροσύνη]] («νοοπλανὲς [[ἴχνος]]», Noνν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>πλανής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>πλανής</i>].
|mltxt=[[νοοπλανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[φρενοβλαβής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει [[παραφροσύνη]] («νοοπλανὲς [[ἴχνος]]», Noνν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>πλανής</i>, <i>ψυχο</i>-<i>πλανής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>im [[Verstande]] [[verwirrt]], irres Geistes</i>, Nonn. <i>D</i>. 4.198 und andere Spätere – Auch akt., <i>den [[Verstand]] [[verwirrend]]</i>, μενοιναί, Nonn. <i>D</i>. 9.44.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλᾰνής Medium diacritics: νοοπλανής Low diacritics: νοοπλανής Capitals: ΝΟΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nooplanḗs Transliteration B: nooplanēs Transliteration C: nooplanis Beta Code: nooplanh/s

English (LSJ)

ές, A wandering in mind, deranged, ib.4.197. II Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλᾰνής: -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, αὐτόθι 29. 69.

Greek Monolingual

νοοπλανής, -ές (Α)
1. φρενοβλαβής
2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο-πλανής, ψυχο-πλανής].

German (Pape)

ές, im Verstande verwirrt, irres Geistes, Nonn. D. 4.198 und andere Spätere – Auch akt., den Verstand verwirrend, μενοιναί, Nonn. D. 9.44.