μακροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μακροδάκτῠλος:''' с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).
|elrutext='''μακροδάκτῠλος:''' [[с длинными пальцами]], [[длиннопалый]] (πόδες Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροδάκτῠλος Medium diacritics: μακροδάκτυλος Low diacritics: μακροδάκτυλος Capitals: ΜΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: makrodáktylos Transliteration B: makrodaktylos Transliteration C: makrodaktylos Beta Code: makroda/ktulos

English (LSJ)

ον, A long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.

Greek (Liddell-Scott)

μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.

Russian (Dvoretsky)

μακροδάκτῠλος: с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).