μεγάλωμα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megaloma | |Transliteration C=megaloma | ||
|Beta Code=mega/lwma | |Beta Code=mega/lwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[might]], ῥάβδος μεγαλώματος <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>31(48).17</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μεγάλωμα]]) [[μεγαλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεγαλώνω]], [[μεγέθυνση]], [[αύξηση]] («το [[μεγάλωμα]] του σπιτιού»)<br /><b>2.</b> [[ανατροφή]] («[[μετά]] τον θάνατο της μητέρας, η [[γιαγιά]] ανέλαβε το [[μεγάλωμα]] τών παιδιών»)<br /><b>3.</b> [[ενηλικίωση]]<br /><b>4.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ισχύς]], η [[δύναμη]] («[[ῥάβδος]] μεγαλώματος», ΠΔ). | |mltxt=το (Α [[μεγάλωμα]]) [[μεγαλώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεγαλώνω]], [[μεγέθυνση]], [[αύξηση]] («το [[μεγάλωμα]] του σπιτιού»)<br /><b>2.</b> [[ανατροφή]] («[[μετά]] τον θάνατο της μητέρας, η [[γιαγιά]] ανέλαβε το [[μεγάλωμα]] τών παιδιών»)<br /><b>3.</b> [[ενηλικίωση]]<br /><b>4.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ισχύς]], η [[δύναμη]] («[[ῥάβδος]] μεγαλώματος», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.
Greek Monolingual
το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφή («μετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμη («ῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).