μειζονάκις: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειζονάκις]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεῖζον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> ( | |mltxt=[[μειζονάκις]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεῖζον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> ([[πρβλ]]. <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
Adv. of μείζων, A multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Nicom.Ar.2.17, cf. Iamb.in Nic.p.95 P.
German (Pape)
[Seite 115] mehrmals, Ggstz ἐλαττονάκις, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
μειζονάκις: ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττονάκις, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.
Greek Monolingual
μειζονάκις (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].