μετανοέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανοέω''': νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ [[προνοέω]], Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) [[μεταμέλομαι]], μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· [[περί]] τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· [[μετὰ]] μετοχ., μετενόει γενόμενος [[Ἕλλην]] Λουκ. Ἔρωτες 36.
|lstext='''μετανοέω''': νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ [[προνοέω]], Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) [[μεταμέλομαι]], μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· [[περί]] τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος [[Ἕλλην]] Λουκ. Ἔρωτες 36.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανοέω Medium diacritics: μετανοέω Low diacritics: μετανοέω Capitals: ΜΕΤΑΝΟΕΩ
Transliteration A: metanoéō Transliteration B: metanoeō Transliteration C: metanoeo Beta Code: metanoe/w

English (LSJ)

A perceive afterwards or too late, opp. προνοέω, Epich. [280]; opp. προβουλεύομαι, Democr.66; concur subsequently, τισι BGU747 i 11 (ii A. D.). 2 change one's mind or purpose, Pl. Euthd.279c, Men.Epit.72; μ. μὴ οὔτε… τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τὸ… ἄρχειν change one's opinion and think that it is not... X.Cyr.1.1.3. 3 repent, Antipho 2.4.12; ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Id.5.91: freq. in LXX and NT, Si.48.15, al.; ἀπὸ τῆς κακίας Act.Ap.8.22; ἐκ τῶν ἔργων Apoc.9.20; ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ 2 Ep.Cor.12.21, cf. OGI751.9 (Amblada, ii B. C.); ἐπί τινι Luc.Salt.84, etc.; περί τινων Plu.Galb.6; τοῖς πεπραγμένοις Id.Agis 19: c. part., μ. γενόμενος Ἕλλην Luc.Am. 36. 4 c. acc., repent of, τὴν ἄφιξιν J.BJ4.4.5.

German (Pape)

[Seite 151] seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας εἶπον, Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεθα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

μετανοέω: νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ προνοέω, Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) μεταβάλλω γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) μεταμέλομαι, μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· περί τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος Ἕλλην Λουκ. Ἔρωτες 36.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
changer d’avis ; regretter, se repentir : τινι, ἐπί τινι, περί τινος, de qch.
Étymologie: μετά, νοέω.

English (Strong)

from μετά and νοιέω; to think differently or afterwards, i.e. reconsider (morally, feel compunction): repent.

English (Thayer)

μετάνω; future μετανοήσω; 1st aorist μετενόησα; from (Antiphon), Xenophon down; the Sept. several times for נִחַם; to change one's mind, i. e. to repent (to feel sorry that one has done this or that, ἐπί τίνι added (the dative of the wrong, Hebrew עַל, of (on account of) something (so Latin me paenitet alicujus rei), to repent (Latin paenitentiam agere): μετανοῶ ἐν σάκκῳ καί σποδῷ, clothed in sackcloth and besprinkled with ashes, to change one's mind for the better, heartily to amend with abhorrence of one's past sins: ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν; καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας, i. e. conduct worthy of a heart changed and abhorring sin); (μετανοεῖν εἰς τό κήρυγμα τίνος, εἰς, B. II:2d.; (Winer's Grammar, 397 (371)). Since τό μετανοεῖν expresses mental direction, the termini from which and to which may be specified: ἀπό τῆς κακίας, to withdraw or turn one's soul from, etc. (cf. Winer s Grammar, 622 (577); especially Buttmann, 322 (277)), ἐκ τίνος, ἐκ, I:6; (cf. Buttmann, 327 (281), and Winer's Grammar, as above)); μετανοεῖν καί ἐπιστρέφειν ἐπί τόν Θεόν, Winer's Grammar, 318 (298)), μεταμέλομαι.)

Greek Monotonic

μετανοέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω γνώμη ή επιδίωξη, σε Πλάτ., Ξεν.
2. μεταμελούμαι, σε Αντιφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μετανοέω:
1) менять мнение, передумывать (μετανοήσας εἶπον Plat.): ἠναγκαζόμεθα μ. Xen. мы были вынуждены изменить мнение;
2) раскаиваться, сожалеть (περί τινος Plut. и τινι, ἐπί τινι Luc.; ἀπό τινος, ἔκ τινος и ἐπί τινι NT): δέδια, μὴ ὕστερον μετανοήσητε Luc. боюсь, не пришлось бы вам впоследствии раскаиваться;
3) культ. каяться (ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ NT).

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to change one's mind or purpose, Plat., Xen.
2. to repent, Antipho., etc.

Chinese

原文音譯:metanošw 姆他-挪誒哦
詞類次數:動詞(34)
原文字根:(以後)-心思 相當於: (נָחַם‎)
字義溯源:心意轉變,悔改,改變心志,轉變,懊悔;由(μετά)*=同,依從)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。( 太3:2; 徒3:19)說到的悔改,乃是心中深處的心意轉變。一個人悔改接受救恩,乃是人從其深處的將他的想法,態度,和人生目的都徹底的轉變了
同源字:1) (ἀμετανόητος)不悔改的 2) (μετανοέω)心意轉變 3) (μετάνοια)悔改 4) (νοέω)運用心思比較: (μεταμέλομαι)=後悔
出現次數:總共(34);太(5);可(2);路(9);徒(5);林後(1);啓(12)
譯字彙編
1) 悔改(12) 可6:12; 路15:7; 路15:10; 徒26:20; 林後12:21; 啓2:21; 啓2:22; 啓3:19; 啓9:20; 啓9:21; 啓16:9; 啓16:11;
2) 要悔改(4) 徒2:38; 徒17:30; 啓2:5; 啓3:3;
3) 他們⋯悔改了(3) 太12:41; 路10:13; 路11:32;
4) 你們應當悔改(2) 太3:2; 太4:17;
5) 你們⋯悔改(2) 路13:3; 路13:5;
6) 他們已⋯悔改了(1) 太11:21;
7) 你⋯悔改(1) 啓2:5;
8) 他⋯懊悔(1) 路17:3;
9) 他們⋯悔改(1) 太11:20;
10) 你應當悔改(1) 徒8:22;
11) 他們必要悔改(1) 路16:30;
12) 你們當悔改(1) 可1:15;
13) 我懊悔了(1) 路17:4;
14) 當悔改(1) 徒3:19;
15) 你當悔改!(1) 啓2:16;
16) 她可以悔改(1) 啓2:21