μονομελής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομελής]], -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέλος]] («μονομελές δικαστήριο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομελής]], -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέλος]] («μονομελές δικαστήριο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. <i>αρτι</i>-[[μελής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 23 August 2021
English (LSJ)
Ion. μουνο-, ές, A consisting of a single limb, γυῖα Emp. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μονομελής: Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον μέλος, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονομελής, -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής].