παρατηρητής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratiritis
|Transliteration C=paratiritis
|Beta Code=parathrhth/s
|Beta Code=parathrhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[observer]], φύσεως <span class="bibl">D.S.1.16</span> ; [[scrutinizer]], τῶν ξενικῶν βίων <span class="bibl">Dicaearch. 1.4</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[observer]], φύσεως <span class="bibl">D.S.1.16</span>; [[scrutinizer]], τῶν ξενικῶν βίων <span class="bibl">Dicaearch. 1.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:30, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατηρητής Medium diacritics: παρατηρητής Low diacritics: παρατηρητής Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Transliteration A: paratērētḗs Transliteration B: paratērētēs Transliteration C: paratiritis Beta Code: parathrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A observer, φύσεως D.S.1.16; scrutinizer, τῶν ξενικῶν βίων Dicaearch. 1.4.

German (Pape)

[Seite 503] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρατηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρατηρῶν, παραφυλάττων, Διόδ. 1. 16, Δικαίαρχος § 4.

Greek Monolingual

ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ
παρατηρώ
αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι
νεοελλ.
1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ.
2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, συνέδριο ή άλλο αντιπροσωπευτικό σώμα ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, αλλά, μερικές φορές, με δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις
β) συν. στον πληθ. οι παρατηρητές
αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την παρακολούθηση της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια χώρα για την παρακολούθηση της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, έπειτα από ειδική απόφαση τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και αποδοχή της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)
αρχ.
1. ο ακριβής εξεταστής
2. αυτός που εφορεύει, επόπτης.

Russian (Dvoretsky)

παρατηρητής: οῦ ὁ наблюдатель (φύσεως Diod.).