περικρατής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=περικρατες ([[κράτος]]), τίνος, having [[full]] [[power]] [[over]] a [[thing]]: ([[περικρατής]] [[γενέσθαι]] τῆς σκάφης, to [[secure]]), Susanna , 39; the Alex. [[manuscript]]; ecclesiastical writings.)
|txtha=περικρατες ([[κράτος]]), τίνος, having [[full]] [[power]] [[over]] a [[thing]]: ([[περικρατής]] [[γενέσθαι]] τῆς σκάφης, to [[secure]]), Susanna, 39; the Alex. [[manuscript]]; ecclesiastical writings.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρᾰτής Medium diacritics: περικρατής Low diacritics: περικρατής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: perikratḗs Transliteration B: perikratēs Transliteration C: perikratis Beta Code: perikrath/s

English (LSJ)

ές, A grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.

German (Pape)

[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.

Greek (Liddell-Scott)

περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.

English (Strong)

from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.

English (Thayer)

περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna, 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].

Greek Monotonic

περικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περικρᾰτής: владеющий: π. γενέσθαι τῆς σκάφης NT удержать лодку.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρατής -ές [περί, κράτος] beheersend, met gen.

Middle Liddell

περι-κρᾰτής, ές κράτος
having full command over a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:perikrat»j 胚里-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四圍-握住
字義溯源:掌握著,控制,安全的,收住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κράτος)*=權力)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 控制(1) 徒27:16