πολυνεικής: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠνεικής''': -ές, ὁ πολὺ [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[φίλερις]], Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― [[συχν]]. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, [[αὐτόθι]] 658 κ. ἀλλ.
|lstext='''πολῠνεικής''': -ές, ὁ πολὺ [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[φίλερις]], Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, [[αὐτόθι]] 658 κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:45, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνεικής Medium diacritics: πολυνεικής Low diacritics: πολυνεικής Capitals: ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: polyneikḗs Transliteration B: polyneikēs Transliteration C: polyneikis Beta Code: poluneikh/s

English (LSJ)

ές, A much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les querelles.
Étymologie: πολύς, νεῖκος.

Greek Monolingual

-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α
1. ο πολύ εριστικός
2. ως κύριο όν. Πολυνείκης
γιος του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νεικής (< νεῖκος, τὸ «έριδα, φιλονικία»), πρβλ. αμφι-νεικής].

Greek Monotonic

πολῠνεικής: -ές (νεῖκος), αυτός που είναι πολύ εριστικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυνεικής: любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.

Middle Liddell

πολῠ-νεικής, ές νεῖκος
much-wrangling, Aesch.