προλεσχηνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προλεσχηνεύομαι:''' ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).
|elrutext='''προλεσχηνεύομαι:''' [[ранее беседовать]] (τινι περί τινος Her.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεσχηνεύομαι Medium diacritics: προλεσχηνεύομαι Low diacritics: προλεσχηνεύομαι Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΗΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: proleschēneúomai Transliteration B: proleschēneuomai Transliteration C: proleschineyomai Beta Code: prolesxhneu/omai

English (LSJ)

A hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.

German (Pape)

[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

s’entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].

Greek Monotonic

προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προλεσχηνεύομαι: ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.

Middle Liddell


Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.