σκοτοβινιάω: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτοβῑνῐάω''': ([[βινέω]]) κωμικὴ [[λέξις]] σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ [[σκοτοδινιάω]], ἐν τῷ σκότει συγκοιμῶμαι | |lstext='''σκοτοβῑνῐάω''': ([[βινέω]]) κωμικὴ [[λέξις]] σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ [[σκοτοδινιάω]], ἐν τῷ σκότει συγκοιμῶμαι μετὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1221. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:20, 20 April 2021
English (LSJ)
(βινέω) Com. word formed after σκοτοδινιάω, A in tenebris concumbere cum aliqua gestio, Ar.Ach.1221.
German (Pape)
[Seite 905] komisch nach σκοτοδινιάω gebildetes Wort, im Dunkeln, Verborgenen Beischlaf treiben, Ar. Ach. 1181.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοβῑνῐάω: (βινέω) κωμικὴ λέξις σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ σκοτοδινιάω, ἐν τῷ σκότει συγκοιμῶμαι μετὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1221.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτοβινιάω [σκότος, βινέω] kom. woordspeling op σκοτοδινιάω ‘duizelig zijn’: in het duister willen neuken.
Russian (Dvoretsky)
σκοτοβῑνιάω: шутл. (по созвучию со σκοτοδινιάω) in tenebris concumbere cupio Arph.