σπουδαστικός: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπουδαστικός:''' серьезный, основательный Plat., Arst. | |elrutext='''σπουδαστικός:''' [[серьезный]], [[основательный]] Plat., Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σπουδαστικός]], ή, όν [from [[σπουδαστής]]<br />[[zealous]], [[earnest]], [[serious]], Plat. | |mdlsjtxt=[[σπουδαστικός]], ή, όν [from [[σπουδαστής]]<br />[[zealous]], [[earnest]], [[serious]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R.452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.
German (Pape)
[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.
Greek Monotonic
σπουδαστικός: -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, πρόθυμος, σοβαρός, επιμελής, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικός: серьезный, основательный Plat., Arst.
Middle Liddell
σπουδαστικός, ή, όν [from σπουδαστής
zealous, earnest, serious, Plat.