τανυγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tanyglochis
|Transliteration C=tanyglochis
|Beta Code=tanuglw/xis
|Beta Code=tanuglw/xis
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with long point]], ὀϊστοί <span class="bibl">Il.8.297</span>, <span class="bibl">Simon.106</span>, <span class="bibl">Q.S.6.463</span>.</span>
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[with long point]], ὀϊστοί <span class="bibl">Il.8.297</span>, <span class="bibl">Simon.106</span>, <span class="bibl">Q.S.6.463</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:40, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυγλώχῑς Medium diacritics: τανυγλώχις Low diacritics: τανυγλώχις Capitals: ΤΑΝΥΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tanyglṓchis Transliteration B: tanyglōchis Transliteration C: tanyglochis Beta Code: tanuglw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.

Greek Monolingual

ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ-γλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνυ-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, τανύω
with long point, Il.