ταρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰρακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).
|elrutext='''τᾰρακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводящий в замешательство]], [[вызывающий смятение]] (τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вносящий расстройство]], [[сильно возбуждающий]] (ἡδοναί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰρακτικός, ή, όν [[ταράσσω]]<br />disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
|mdlsjtxt=τᾰρακτικός, ή, όν [[ταράσσω]]<br />disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
}}
}}

Revision as of 16:57, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτικός Medium diacritics: ταρακτικός Low diacritics: ταρακτικός Capitals: ΤΑΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: taraktikós Transliteration B: taraktikos Transliteration C: taraktikos Beta Code: taraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

German (Pape)

[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à troubler, à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.

Greek Monolingual

ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.

Greek Monotonic

τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρακτικός:
1) приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2) вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).

Middle Liddell

τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.