φευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτικός Medium diacritics: φευκτικός Low diacritics: φευκτικός Capitals: ΦΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pheuktikós Transliteration B: pheuktikos Transliteration C: fefktikos Beta Code: feuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.

German (Pape)

[Seite 1267] flüchtig, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.

Russian (Dvoretsky)

φευκτικός: убегающий, рвущийся прочь Arst.