χειριάω: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειριάω''': ἔχω ῥήγματα, «σκασίματα» εἰς τὰς χεῖρας, «χειριᾶν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῖρας ἢ ἀλγεῖν ἐκ κόπου» Πολυδ. Β΄ , 152· ἐν ἀντιγράφοις ἥττονος ἀξίας, [[χειράω]], πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80. | |lstext='''χειριάω''': ἔχω ῥήγματα, «σκασίματα» εἰς τὰς χεῖρας, «χειριᾶν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῖρας ἢ ἀλγεῖν ἐκ κόπου» Πολυδ. Β΄, 152· ἐν ἀντιγράφοις ἥττονος ἀξίας, [[χειράω]], πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 9 January 2022
English (LSJ)
A have chaps in the hand, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1345] Risse od. Schrunden an den Händen od. Füßen haben, an aufgesprungenen Händen u. Füßen leiden, Poll. 2, 152. Vgl. χειράω.
Greek (Liddell-Scott)
χειριάω: ἔχω ῥήγματα, «σκασίματα» εἰς τὰς χεῖρας, «χειριᾶν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῖρας ἢ ἀλγεῖν ἐκ κόπου» Πολυδ. Β΄, 152· ἐν ἀντιγράφοις ἥττονος ἀξίας, χειράω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.