χαλκόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkolithos
|Transliteration C=chalkolithos
|Beta Code=xalko/liqos
|Beta Code=xalko/liqos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[copper ore]], [[copper]], Ps.-Democr.Alch.<span class="bibl">p.54B.</span></span>
|Definition=ὁ, [[copper ore]], [[copper]], Ps.-Democr.Alch.<span class="bibl">p.54B.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 20:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόλῐθος Medium diacritics: χαλκόλιθος Low diacritics: χαλκόλιθος Capitals: ΧΑΛΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: chalkólithos Transliteration B: chalkolithos Transliteration C: chalkolithos Beta Code: xalko/liqos

English (LSJ)

ὁ, copper ore, copper, Ps.-Democr.Alch.p.54B.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλῐθος: -ον, λίθος περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.

Greek Monolingual

ο / χαλκόλιθος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης
2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε περαιτέρω επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων
μσν.
αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λίθος (πρβλ. χρυσό-λιθος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chalcolite].