χρυσόβωλος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[έδαφος]]) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βῶλος]] «[[χώμα]], [[έδαφος]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[έδαφος]]) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βῶλος]] «[[χώμα]], [[έδαφος]]»), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>βωλος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mottes d’or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί-βωλος].
Greek Monotonic
χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).