ἀτακτέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· [[μετὰ]] γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ.
|lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· μετὰ γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly