ἐπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεῑπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
|mltxt=ἐπεῑπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεῖπον Medium diacritics: ἐπεῖπον Low diacritics: επείπον Capitals: ΕΠΕΙΠΟΝ
Transliteration A: epeîpon Transliteration B: epeipon Transliteration C: epeipon Beta Code: e)pei=pon

English (LSJ)

aor. 2, inf. ἐπειπεῖν, pf. A ἐπείρηκα Plu.2.1054f: pres. ἐπιλέγω (q. v.):—say besides or afterwards, Hdt.1.123, Th.1.67, Aeschin. 2.157, etc. 2 ψόγον ἐ. τινί say it of one, A.Supp.972 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.26; σκωπτικόν τι εἴς τινα Id.Dem.Enc.33. 3 quote as apposite, τὰ ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα Ael.VH4.18; ἐ. τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός Luc.Somn.3; cf. ἐπιλέγω. 4 utter, pronounce a spell, ἐ. ἐπῳδήν Id.Philops.35. 5 make a speech at, τάφῳ Polem.Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 911] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεῖπον: ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· ἐπεῖπον τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας εἶπον τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».

French (Bailly abrégé)

inf. ἐπειπεῖν;
1 dire en outre;
2 dire sur : ψόγον ἐπ. τινι ESCHL parler de qqn en le blâmant.
Étymologie: ἐπί, εἶπον.

Greek Monolingual

ἐπεῑπον (αόρ. β' του επιλέγω) (Α)
1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.)
2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», Αισχύλ.)
3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», Λουκιαν.)
4. απάγγειλα.

Greek Monotonic

ἐπεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, λέω επιπλέον, μιλώ επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεῖπον: (aor. 2 к inf. ἐπειπεῖν)1) сверх того сказать, добавить Her.: ἐπεῖπον τοιάδε Thuc. (коринфяне) добавили следующее;
2) говорить о (ком-л.), возводить на (кого-л.) (ψόγον τινί Aesch.).

Middle Liddell


to say besides, Hdt., Thuc. [aor2 with no pres. in use]