ἀνωρύομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b3">[ῡ</b>" to "[ῡ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωρύομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ὠρύομαι]] ἰσχυρῶς, [[κραυγάζω]] [[μετὰ]] ὠρυγῆς, [[πένθος]] δ’, οὐχ Ὑμέναιον ἀνωρύοντο γονῆες Ἀνθ. Π. 7. 468· μυκηθμῷ τινι προσεοικὸς ἀνωρύετο Ἡλιόδ. 10. 16.
|lstext='''ἀνωρύομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ὠρύομαι]] ἰσχυρῶς, [[κραυγάζω]] μετὰ ὠρυγῆς, [[πένθος]] δ’, οὐχ Ὑμέναιον ἀνωρύοντο γονῆες Ἀνθ. Π. 7. 468· μυκηθμῷ τινι προσεοικὸς ἀνωρύετο Ἡλιόδ. 10. 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly