ἐψιμυθισμένως: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], | |lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐψιμυθισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ψιμύθιο]], φκιασιδωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εψιμυθισμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ψιμυθίζομαι]]]. | |mltxt=[[ἐψιμυθισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ψιμύθιο]], φκιασιδωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εψιμυθισμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ψιμυθίζομαι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω) A with paint, with makeup or with cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.
Greek Monolingual
ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].