ἑτερόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμορφος Medium diacritics: ἑτερόμορφος Low diacritics: ετερόμορφος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: heterómorphos Transliteration B: heteromorphos Transliteration C: eteromorfos Beta Code: e(tero/morfos

English (LSJ)

ον, A of different or diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερο-μορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.

German (Pape)

[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, πολύ-μορφος].