ἔνεδρος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔνεδρος:''' ὁ обитатель, житель Soph.
|elrutext='''ἔνεδρος:''' ὁ [[обитатель]], [[житель]] Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔν-εδρος, ον <i>adj</i> [[ἕδρα]]<br />an [[inmate]], [[inhabitant]], Soph.
|mdlsjtxt=ἔν-εδρος, ον <i>adj</i> [[ἕδρα]]<br />an [[inmate]], [[inhabitant]], Soph.
}}
}}

Revision as of 11:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεδρος Medium diacritics: ἔνεδρος Low diacritics: ένεδρος Capitals: ΕΝΕΔΡΟΣ
Transliteration A: énedros Transliteration B: enedros Transliteration C: enedros Beta Code: e)/nedros

English (LSJ)

ὁ, A inmate, inhabitant, S.Ph.153 (lyr.). II ἔνεδρος, α, ον, anal, σύριγγες Megesap.Orib.44.24.1,ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 836] einfäßig, Einwohner, Soph. Phil. 153.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔνοικος, αὐλὰς ποίας ἔνεδρος ναίει Σοφ. Φιλ. 153. ΙΙ. ἐνεδρευτής, Μαυρικ. Στρατηγ. 2. 4, σ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réside ou séjourne dans, habitant.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 asentado, establecido, residente λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.Ph.153.
2 admin. que desempeña el cargo en ese momento, en ejercicio de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων SEG 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), FXanthos 7.86B.21 (II d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).
(II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.

Greek Monotonic

ἔνεδρος: -ον (ἕδρα), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, τρόφιμος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνεδρος:обитатель, житель Soph.

Middle Liddell

ἔν-εδρος, ον adj ἕδρα
an inmate, inhabitant, Soph.