κήλησις: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 , $3 $4") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κήλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> завораживание, заклинание (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> чарующая сила, очарование (δικαστῶν Plat.; [[μελῶν]] Luc.; [[ἀπάτη]] καὶ κ. Plut.). | |elrutext='''κήλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[завораживание]], [[заклинание]] (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> чарующая сила, очарование (δικαστῶν Plat.; [[μελῶν]] Luc.; [[ἀπάτη]] καὶ κ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:50, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A bewitching, charming, ἔχεων, νόσων, Pl.Euthd. 290a: enchantment by eloquence, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία ibid.; by music and sweet sounds, Id.R.601b, Stoic.3.97.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.
Greek (Liddell-Scott)
κήλησις: -εως, ἡ, κατάθελξις, καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charme (de la musique, de la parole, etc.).
Étymologie: κηλέω.
Greek Monolingual
κήλησις, ἡ (Α) κηλώ
1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.)
2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κήλησις: -εως, ἡ, καταγοήτευση, μαγεία, σαγήνη, ελκυστικότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κήλησις: εως ἡ
1) завораживание, заклинание (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);
2) чарующая сила, очарование (δικαστῶν Plat.; μελῶν Luc.; ἀπάτη καὶ κ. Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήλησις -εως, ἡ [κηλέω] betovering, misleiding.
Middle Liddell
κήλησις, εως κηλέω
an enchanting, fascination, Plat.
English (Woodhouse)
appeasing, enchantment, soothing, act of bewitching, act of enchanting, soothing enchantment