φθαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], [[μετὰ]] γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7.
|lstext='''φθαρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ [[γεννητικός]], [[ποιητικός]], μετὰ γεν., φθαρτικὰ [[ἀλλήλων]] τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ [[κακία]] φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 7. 3, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθαρτικός Medium diacritics: φθαρτικός Low diacritics: φθαρτικός Capitals: ΦΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phthartikós Transliteration B: phthartikos Transliteration C: fthartikos Beta Code: fqartiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φ., v. l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32.

German (Pape)

[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φθαρτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθοράν, καταστρεπτικός, ἀντίθετον τῷ γεννητικός, ποιητικός, μετὰ γεν., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία, καταστρέφουσιν ἄλληλα, Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 4· ἡ κακία φθ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, πρβλ. Πολιτικ. 3. 10, 2, Ποιητικ. 11, 10· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 6., 4. 4, 3, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à corrompre ou à détruire, gén..
Étymologie: φθείρω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθαρτικός, -ή, -όν, ΝΑ
βλαβερός, ολέθριος
νεοελλ.
ιατρ. φθαρτογενής.
επίρρ...
φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν
με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -τικός).

Greek Monotonic

φθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός σε, τινος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φθαρτικός: разрушающий, уничтожающий, гибельный (φαρμακεῖαι Plut.): φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία Arst. противоположности уничтожают друг друга.

Middle Liddell

φθαρτικός, ή, όν
destructive of, τινος Arist.