ἡνιοστρόφος: Difference between revisions
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡνιόστροφος, -ον (Α)<br />αυτός που οδηγείται με [[ηνία]], με χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στρό</i>-<i>φος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), | |mltxt=ἡνιόστροφος, -ον (Α)<br />αυτός που οδηγείται με [[ηνία]], με χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στρό</i>-<i>φος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i> «αυτός που στρέφεται [[γρήγορα]]»].<br />[[ἡνιοστρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που στρέφει τα [[ηνία]], που διευθύνει με τα [[ηνία]], ο [[ηνίοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στρό</i>-<i>φος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>οιακο</i>-[[στρόφος]] «αυτός που κινεί το [[πηδάλιο]]». Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] ([[πρβλ]]. [[ηνιόστροφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ. ([[πρβλ]]. [[ετοιμόφθορος]]-[[ετοιμοφθόρος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A charioteer, S.El.731. II ἡνιόστροφος, ον, Pass., guided by reins, ἡνιοστρόφου δρόμου A.Ch.1022 (sed leg. ἡνιοστροφῶ).
German (Pape)
[Seite 1172] ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοστρόφος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν διὰ τῶν ἡνιῶν, Σοφ. Ἠλ. 731· -ἡνιοστροφία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 113. ΙΙ. ἡνιόστροφος, ον, παθ., ὁδηγούμενος διὰ τοῦ χαλινοῦ, ἡνιοστρόφου δρόμου Αἰσχύλ. Χο. 1022, ἔνθα ὁ Stanl. διώρθωσεν ἡνιοστροφῶν δρόμον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient les rênes, qui dirige ; subst. ὁ ἡνιοστρόφος SOPH conducteur de char.
Étymologie: ἡνία, στρέφω.
Greek Monolingual
ἡνιόστροφος, -ον (Α)
αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].
ἡνιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ηνιόστροφος) που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. ετοιμόφθορος-ετοιμοφθόρος)].
Greek Monotonic
ἡνιοστρόφος: ὁ (στρέφω), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο ηνίοχος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοστρόφος: ὁ возница Soph.
Middle Liddell
ἡνιο-στρόφος, ὁ, στρέφω
one who guides by reins, a charioteer, Soph.