συλέω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syleo | |Transliteration C=syleo | ||
|Beta Code=sule/w | |Beta Code=sule/w | ||
|Definition== [[συλάω]], <span class="bibl">Q.S.1.717</span>; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in <span class="bibl">Xanth.1</span>:—Med. | |Definition== [[συλάω]], <span class="bibl">Q.S.1.717</span>; <b class="b3">ῥήματα σ. ἀλλήλους</b> dub. in <span class="bibl">Xanth.1</span>:—Med., [[steal]] for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. [[rescue]], συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a [[formula]] in the [[manumission]] of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:26, 2 January 2021
English (LSJ)
= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
German (Pape)
[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. συλάω.
Greek Monotonic
σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
Middle Liddell
sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.