ἐριβρύχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, = Folgdm, [[ταῦρος]] Hes. Th. 832; [[πόντος]], [[λέων]], Opp. H. 1, 476. 709.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, = Folgdm, [[ταῦρος]] Hes. Th. 832; [[πόντος]], [[λέων]], Opp. H. 1, 476. 709.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριβρύχης:''' ου (ῡ) ὁ громко ревущий ([[ταῦρος]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐριβρύχης:''' [ῡ], γεν. <i>-ου</i>, Επικ. <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, = το επόμ., σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐριβρύχης:''' [ῡ], γεν. <i>-ου</i>, Επικ. <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, = το επόμ., σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριβρύχης:''' ου (ῡ) ὁ громко ревущий ([[ταῦρος]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἐρίβρῡχος, Hes.]
|mdlsjtxt== ἐρίβρῡχος, Hes.]
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρύχης Medium diacritics: ἐριβρύχης Low diacritics: εριβρύχης Capitals: ΕΡΙΒΡΥΧΗΣ
Transliteration A: eribrýchēs Transliteration B: eribrychēs Transliteration C: erivrychis Beta Code: e)ribru/xhs

English (LSJ)

ου, Ep. εω, ὁ, = ἐρίβρυχος (loud-bellowing, loud-braying), ταῦρος Hes. Th. 832 ; σῦς B. 5.116 ; πόντος, λέων, Oppian. H. 1.476, 709.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρύχης: ου (ῡ) ὁ громко ревущий (ταῦρος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρύχης: ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω μένος ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· πόντος, λέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.

Greek Monolingual

ἐριβρύχης, ὁ (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.)
2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» — τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρύχης (< βρυχώμαι)].

Greek Monotonic

ἐριβρύχης: [ῡ], γεν. -ου, Επικ. -εω, , = το επόμ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

= ἐρίβρῡχος, Hes.]