οὔνομα: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] τό, ion. = [[ὄνομα]], w. m. s., so auch compp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0416.png Seite 416]] τό, ion. = [[ὄνομα]], w. m. s., so auch compp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ὄνομα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔνομα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[ὄνομα]], Ὅμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς [[ἐσφαλμένως]] ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.
|lstext='''οὔνομα''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[ὄνομα]], Ὅμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς [[ἐσφαλμένως]] ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ὄνομα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔνομα Medium diacritics: οὔνομα Low diacritics: ούνομα Capitals: ΟΥΝΟΜΑ
Transliteration A: oúnoma Transliteration B: ounoma Transliteration C: ounoma Beta Code: ou)/noma

English (LSJ)

v. ὄνομα.

German (Pape)

[Seite 416] τό, ion. = ὄνομα, w. m. s., so auch compp.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὄνομα.

Greek (Liddell-Scott)

οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.

English (Autenrieth)

see ὄνομα.
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; forfame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.

Greek Monolingual

οὔνομα, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. όνομα.

Greek Monotonic

οὔνομα: τό, Ιων. αντί ὄνομα.