ἰθύλορδος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithylordos | |Transliteration C=ithylordos | ||
|Beta Code=i)qu/lordos | |Beta Code=i)qu/lordos | ||
|Definition=η, ον (ος, ον ''Mochl. l.c.''), [[frontally convex]], Hp. ''Art.'' 45, ''Mochl.'' 1, cf. Gal. 18(2).542. | |Definition=η, ον (ος, ον ''Mochl. [[l.c.]]''), [[frontally convex]], Hp. ''Art.'' 45, ''Mochl.'' 1, cf. Gal. 18(2).542. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:49, 15 August 2022
English (LSJ)
η, ον (ος, ον Mochl. l.c.), frontally convex, Hp. Art. 45, Mochl. 1, cf. Gal. 18(2).542.
German (Pape)
[Seite 1245] gerade vorwärts gebogen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύλορδος: -η, -ον, ἴδε ἰθύκυφος.
Greek Monolingual
ἰθύλορδος, -ον, θηλ. και ἱθυλόρδη (Α)
(για το κάτω τμήμα της σπονδυλικής στήλης) κυρτός στο μπροστινό μέρος ή που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός προς τα εμπρός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + λορδός «κυρτός»].