μαγικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγικός]], -ή, -όν) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῦ βασιλέως κελεύσαντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαγεία]] (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική [[τέχνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαγική</i><br />η [[τέχνη]] της μαγείας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[απόλαυση]], [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[συναρπαστικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το μαγικό</i>, <i>τα μαγικά</i><br />τα [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαγικός]] [[καθρέφτης]]» ή «μαγικό [[κάτοπτρο]]» — ο [[μαγεμένος]] [[καθρέφτης]] τών μύθων [[μέσα]] στον οποίο μπορούσε [[κάποιος]] να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει<br />β) «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους<br />γ) «μαγική [[εικόνα]]» — [[εικόνα]] στην οποία υπάρχει [[παράσταση]] κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο<br />δ) «[[μαγικός]] [[φανός]]» — [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες<br />ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια<br />στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στη [[μαγεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μαγικός</i> (ενν. [[λόγος]])<br />[[τίτλος]] συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ μαγικῶς)<br />με μαγικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγικός]], -ή, -όν) [[μάγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῦ βασιλέως κελεύσαντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαγεία]] (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική [[τέχνη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαγική</i><br />η [[τέχνη]] της μαγείας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[απόλαυση]], [[θελκτικός]], [[μαγευτικός]], [[συναρπαστικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το μαγικό</i>, <i>τα μαγικά</i><br />τα [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαγικός]] [[καθρέφτης]]» ή «μαγικό [[κάτοπτρο]]» — ο [[μαγεμένος]] [[καθρέφτης]] τών μύθων [[μέσα]] στον οποίο μπορούσε [[κάποιος]] να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει<br />β) «μαγική [[ράβδος]]» — η [[ράβδος]] τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους<br />γ) «μαγική [[εικόνα]]» — [[εικόνα]] στην οποία υπάρχει [[παράσταση]] κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο<br />δ) «[[μαγικός]] [[φανός]]» — [[συσκευή]] με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες<br />ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια<br />στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιτήδειος]] στη [[μαγεία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μαγικός</i> (ενν. [[λόγος]])<br />[[τίτλος]] συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγικώς</i> και -<i>ά</i> (Μ μαγικῶς)<br />με μαγικό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγῐκός Medium diacritics: μαγικός Low diacritics: μαγικός Capitals: ΜΑΓΙΚΟΣ
Transliteration A: magikós Transliteration B: magikos Transliteration C: magikos Beta Code: magiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Magian, A λόγοι Plu.Them.29: Μαγικός, (sc. λόγος), title of work by Antisthenes, Suid. s.v. Ἀντισθένης, or Aristotle, D.L.1.1. II magical, βίβλοι Ps.-Phoc.149; μ. τέχνη magic, LXX Wi.17.7; ἡ μ. Ph.2.316. 2 of persons, skilled in magic, Ptol. Tetr.72.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de magicien.
Étymologie: μάγος.

Spanish

mágico, relativo a la magia , perteneciente a la magia

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαγικός, -ή, -όν) μάγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῦ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μαγική
η τέχνη της μαγείας
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί μεγάλη απόλαυση, θελκτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το μαγικό, τα μαγικά
τα μάγια
3. φρ. α) «μαγικός καθρέφτης» ή «μαγικό κάτοπτρο» — ο μαγεμένος καθρέφτης τών μύθων μέσα στον οποίο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει
β) «μαγική ράβδος» — η ράβδος τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους
γ) «μαγική εικόνα» — εικόνα στην οποία υπάρχει παράσταση κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο
δ) «μαγικός φανός» — συσκευή με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες
ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια
στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική σταθερότητα
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιτήδειος στη μαγεία
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Μαγικός (ενν. λόγος)
τίτλος συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους.
επίρρ...
μαγικώς και -ά (Μ μαγικῶς)
με μαγικό τρόπο
νεοελλ.
γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.

Greek Monotonic

μᾰγῐκός: -ή, -όν, προορισμένος για μάγους ή μαγεία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγικός: магический (λόγοι Plut.).

Middle Liddell

μᾰγῐκός, ή, όν
fit for the Magians, Magian, Plut.