πηλοπλάθος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piloplathos | |Transliteration C=piloplathos | ||
|Beta Code=phlopla/qos | |Beta Code=phlopla/qos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[potter]], Luc.Prom. Es</b> 1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:48, 4 October 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.
German (Pape)
[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτρο-πλάθος].
Greek Monotonic
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.