φίλος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίλεος]], τὸ, Α<br />[[φιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος της λ. [[φιλία]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. [[μῖσος]], [[νεῖκος]].<br />-η, -ο / [[φίλος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[φίλαινα]] Ν, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]] (α. «φίλο [[έθνος]]» β. «[[μηκέτι]], παῑδε [[φίλω]], πολεμίζετε, [[μηδέ]] μάχεσθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], αυτός που αγαπά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[φίλος]] του βιβλίου» β. «φίλαν ξένων ἄρουραν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[φίλος]] και η [[φίλη]]<br />α) [[άτομο]] με το οποίο συνδέεται [[κανείς]] με αμοιβαία [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] (α. «[[είναι]] αχώριστοι φίλοι» β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] ἀπόληται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[εραστής]], [[ερωμένος]] (α. «συζεί με τον φίλο της» β. «λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῡσαν οὐ [[στέργω]] φίλην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η κλητ. του αρσ.) <i>φίλε</i><br />χρησιμοποιείται ως [[προσφώνηση]], όταν απευθύνεται [[κανείς]] σε ένα άγνωστο [[πρόσωπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>(λόγ.)</b> «φίλα [[φρονώ]]» — [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του» — δηλώνει ότι η [[φιλία]] συγχωρεί τα ελαττώματα τών [[φίλων]]<br />β) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — δηλώνει ότι, [[ακόμη]] και [[απέναντι]] σε πρόσωπα τόσο αγαπητά όσο οι φίλοι, υπάρχει ένα όριο ανοχής<br />γ) «από [[μακριά]] και φίλοι» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες δεν [[είναι]] δυνατή η ύπαρξη μιας πραγματικής φιλίας και [[είναι]] καλύτερο να διατηρούνται οι τύποι και οι αποστάσεις<br />δ) «δείξε μου τον φίλο σου, να σού πω [[ποιος]] είσαι» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] κρίνεται από το [[περιβάλλον]] με το οποίο συναναστρέφεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμμαχος]] («εἰ [[πολλάκις]] καὶ φίλοι καὶ πολέμιοι γενόμενοι Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («αἰεὶ δ' ἡμῑν [[δαίς]] τε [[φίλη]] κίθαρίς τε χοροί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (στον Όμ. και σε άλλους ποιητές) (συν. σχετικά με [[μέλη]] του σώματος ή με τη ζωή του ομιλούντος) ο [[δικός]] (α. «κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «φίλον κατὰ λαιμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φίλοι</i><br />α) οι οικείοι<br />β) οι κοντινοί συγγενείς<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[φίλη]]<br />α) η [[μητέρα]] ως το κατ' εξοχήν αγαπητό [[πρόσωπο]]<br />β) η [[σύζυγος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλον</i><br />[[αντικείμενο]] αγάπης («ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῑν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] ἀρθρ. ως [[προσφώνηση]] προσ.) <i>φίλον</i><br />[[αγάπη]] μου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «φίλα | |mltxt=-[[ίλεος]], τὸ, Α<br />[[φιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος της λ. [[φιλία]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. [[μῖσος]], [[νεῖκος]].<br />-η, -ο / [[φίλος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[φίλαινα]] Ν, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]] (α. «φίλο [[έθνος]]» β. «[[μηκέτι]], παῑδε [[φίλω]], πολεμίζετε, [[μηδέ]] μάχεσθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], αυτός που αγαπά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[φίλος]] του βιβλίου» β. «φίλαν ξένων ἄρουραν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[φίλος]] και η [[φίλη]]<br />α) [[άτομο]] με το οποίο συνδέεται [[κανείς]] με αμοιβαία [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] (α. «[[είναι]] αχώριστοι φίλοι» β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] ἀπόληται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[εραστής]], [[ερωμένος]] (α. «συζεί με τον φίλο της» β. «λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῡσαν οὐ [[στέργω]] φίλην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η κλητ. του αρσ.) <i>φίλε</i><br />χρησιμοποιείται ως [[προσφώνηση]], όταν απευθύνεται [[κανείς]] σε ένα άγνωστο [[πρόσωπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>(λόγ.)</b> «φίλα [[φρονώ]]» — [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του» — δηλώνει ότι η [[φιλία]] συγχωρεί τα ελαττώματα τών [[φίλων]]<br />β) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — δηλώνει ότι, [[ακόμη]] και [[απέναντι]] σε πρόσωπα τόσο αγαπητά όσο οι φίλοι, υπάρχει ένα όριο ανοχής<br />γ) «από [[μακριά]] και φίλοι» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες δεν [[είναι]] δυνατή η ύπαρξη μιας πραγματικής φιλίας και [[είναι]] καλύτερο να διατηρούνται οι τύποι και οι αποστάσεις<br />δ) «δείξε μου τον φίλο σου, να σού πω [[ποιος]] είσαι» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] κρίνεται από το [[περιβάλλον]] με το οποίο συναναστρέφεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμμαχος]] («εἰ [[πολλάκις]] καὶ φίλοι καὶ πολέμιοι γενόμενοι Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («αἰεὶ δ' ἡμῑν [[δαίς]] τε [[φίλη]] κίθαρίς τε χοροί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (στον Όμ. και σε άλλους ποιητές) (συν. σχετικά με [[μέλη]] του σώματος ή με τη ζωή του ομιλούντος) ο [[δικός]] (α. «κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «φίλον κατὰ λαιμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φίλοι</i><br />α) οι οικείοι<br />β) οι κοντινοί συγγενείς<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[φίλη]]<br />α) η [[μητέρα]] ως το κατ' εξοχήν αγαπητό [[πρόσωπο]]<br />β) η [[σύζυγος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλον</i><br />[[αντικείμενο]] αγάπης («ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῑν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] ἀρθρ. ως [[προσφώνηση]] προσ.) <i>φίλον</i><br />[[αγάπη]] μου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «φίλα ποιοῦμαι τινι» — [[κάνω]] φιλικές προτάσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[κουρίδιος]] [[φίλος]]» — ο [[σύζυγος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οἱ πρώτοι φίλοι» — [[ονομασία]] αξιώματος στην αιγυπτιακή [[αυλή]] <b>επιγρ.</b><br />δ) «[[φίλος]] [[πόνος]]» — ο [[συνήθης]] [[κόπος]] (<b>Θεόκρ.</b>)<br />στ) «φίλον ἐστί [ή γίγνεταί] μοι» — μού [[είναι]] αγαπητό, μού αρέσει (<b>Ομ. Οδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φίλως]] Α<br />φιλικά, με [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παρά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, δυσερμήνευτο παραμένει το θ. της λ. [[φίλος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[μάλλον]] αβέβαιη, η λ. και τα παρ. της ανάγονται σε θ. <i>φιλο</i>- (όπου το -<i>λο</i>- [[είναι]] [[επίθημα]]), ενώ ένα θ. <i>φιλ</i>- που εμφανίζεται [[συχνά]] [[είναι]] δευτερεύον και όλοι οι σχηματισμοί από αυτό το θ. θεωρούνται αναλογικοί. Έτσι, τα παραθετικά <i>φιλ</i>-<i>ίων</i>, <i>φίλ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]], [[κατά]] τα [[κακίων]], [[κάκιστος]] <span style="color: red;"><</span> [[κακός]], ενώ οι τ. [[φίλτερος]], <i>φίλ</i>-<i>τατος</i> [[κατά]] τα [[φέρτερος]], [[φέρτατος]]. Ο μεσ. αόρ. [[φίλατο]] του ρ. [[φιλώ]] έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. ενεργ. αορ. <i>ἔφιλα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] <i>δοκῶ</i>: <i>ἔδοξα</i> και όχι μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>φίλλω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τίλλω]]: <i>ἔτιλα</i>). Όσο για την [[εναλλαγή]] <i>φιλο</i>- / <i>φιλτο</i>- στο ανθρωπωνύμιο <i>Φιλ</i>- (<i>τ</i>)<i>όξενος</i> <b>πρβλ.</b> <i>Κλει</i>(<i>τ</i>)<i>ομένης</i>, <i>Φαν</i>(<i>τ</i>)<i>αγόρας</i>. Ωστόσο, πιθανότερη και οικονομικότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η [[οικογένεια]] αυτή τών λ. ανάγεται σε ένα αρχικό θ. <i>φιλ</i>- που [[είναι]] ανεξάρτητο από το θ. <i>φιλ</i>-<i>ε</i>-/<i>ο</i>-. Με [[αφορμή]] την ομηρική [[χρήση]] της λ. ως κτητικού και την μορφολογική ομοιότητά της με το λυδ. <i>bilis</i> «[[δικός]] του / της» (<span style="color: red;"><</span> <i>bi</i>- «αυτός»), η λ. [[φίλος]] υποστηρίζεται ότι [[είναι]] [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] του γλωσσ. υποστρώματος, [[παράλληλος]] [[προς]] την αυτοπαθή αντων. <i>σφι</i> (<b>πρβλ.</b> και τους τ. της Γερμανικής: γοτθ. <i>swes</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ā</i><i>s</i> «[[ίδιος]], [[δικός]] μου» <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ἕ</i>). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, προσκρούει σε φωνολογικές δυσχέρειες, [[παρά]] την ύπαρξη του λακων. τ. <i>φι</i>(<i>ν</i>) της δοτ. [[σφιν]] της αντων. [[σφεῖς]]. Άλλες συνδέσεις της λ., [[τέλος]], όπως με το α' συνθετικό <i>Bil</i>- τών γερμ. κύριων ον. <i>Bil</i>(<i>i</i>)-<i>frid</i>, <i>Bili</i>-<i>grad</i> ή με το σλαβ. <i>milb</i> «[[αγαπητός]]», θεωρούνται [[ακόμα]] λιγότερο πιθανές. Σημασιολογικά, η λ. [[φίλος]] χαρακτηρίζεται από [[μεταβλητότητα]]. Λειτουργεί και ως ουσ. και ως επίθ., τόσο με ενεργ.όσο και παθ. σημ. Το ουσ. χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει καθέναν από τους δύο που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, [[είτε]] τον φιλοξενούμενο [[είτε]] αυτόν που φιλοξενεί, εκφράζοντας στην [[κυριολεξία]] όχι τόσο μια συναισθηματική [[σχέση]], όσο τη [[συμμετοχή]] σε μια [[σχέση]] ή ένα [[σύνολο]], τον ρόλο που έχει [[κατά]] κάποιο τρόπο αποκτηθεί. Αυτή η [[έννοια]] της αναπαλλοτρίωτης κτήσης απαντά και στον Όμηρο, όπου το επίθ. [[φίλος]] λειτουργεί ως κτητικό για να προσδιορίσει τις λ. <i>εἵματα</i>, [[ἦτορ]], [[θυμός]] κ.ά. Ως επίθ. [[επίσης]], η λ. αναφέρεται σε πρόσ. ή πράγματα με παθ. σημ. «[[αγαπητός]]» [[αλλά]] και, σπανιότερα, ενεργ. «αυτός που αγαπά». Η [[έννοια]] της αγάπης και της φιλίας, αν και δευτερεύουσα, [[είναι]] αρχαιότατη, ήδη απο τη μυκην. [[εποχή]], γι' αυτό και η λ. χρησιμοποιήθηκε και για τους συγγενείς που μένουν στην [[ίδια]] [[εστία]]. Στη Μυκηναϊκή, η λ. απαντά ως α' συνθετικό ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pirokate</i> = <i>Φιλοκάρτης</i> / <i>Φιλοκράτης</i>, <i>piropatara</i> = <i>Φιλοπάτρα</i>). Ως β' συνθετικό, η λ. απαντά με τις μορφές: α) -<i>φιλος</i> [[είτε]] με σημ. «αυτός που έχει φίλους» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φιλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φιλος</i>) [[είτε]] με σημ. «αυτός που αγαπά» (<b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>), και β) -<i>φιλής</i>, που έχει σχηματιστεί από το ρ. <i>φιλῶ</i>, μέσω ενός ουδ. [[φῖλος]], [[κατά]] τα -<i>αλγής</i>: <i>ἀλγῶ</i>: [[ἄλγος]], -<i>μισής</i>: <i>μισῶ</i>: [[μῖσος]] και έχει σημ. «αυτός που αγαπά ή αγαπιέται» (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>φιλής</i>, [[θεοφιλής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) α) σε -<i>φιλος</i>: [[άφιλος]], [[πολύφιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απιστόφιλος</i>, <i>απρόσφιλος</i>, [[αρηΐφιλος]], <i>αρχίφιλος</i>, <i>ασύμφιλος</i>, [[γραόφιλος]], [[διαλυσίφιλος]], [[διΐφιλος]], [[θεόφιλος]], [[καινόφιλος]], [[καιρόφιλος]], [[κακόφιλος]], [[καλόφιλος]], [[κυστόφιλος]], [[λογόφιλος]] [[μεγαλόφιλος]], [[μεσόφιλος]], [[μυριόφιλος]], [[παιδόφιλος]], [[πάμφιλος]], [[πασίφιλος]], [[πονηρόφιλος]], [[υμνόφιλος]], [[φανερόφιλος]], [[φιλόφιλος]], [[χρηστόφιλος]], [[χρυσόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγλόφιλος]], [[αερόφιλος]], [[αιμόφιλος]], [[ακανθόφιλος]], <i>αμφιφυλόφιλος</i>, <i>ανεμόφιλος</i>, [[ανθόφιλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[ασβεστόφιλος]], [[βιβλιόφιλος]], [[γαλλόφιλος]], [[γαστρόφιλος]], [[γερμανόφιλος]], [[γυναικόφιλος]], [[δασόφιλος]], [[δενδρόφιλος]], [[εικονόφιλος]], [[ειρηνόφιλος]], [[εντομόφιλος]], [[ζωόφιλος]], [[ηλιόφιλος]], [[θεατρόφιλος]], [[θερμόφιλος]], [[ιταλόφιλος]], <i>κινηματογραφόφιλος</i>, <i>μαλακόφιλος</i>, <i>μουσικόφιλος</i>, [[μυρμηκόφιλος]], [[νεκρόφιλος]], [[ξενόφιλος]], [[ξηρόφιλος]], [[ομοφυλόφιλος]], [[ορνιθόφιλος]], [[ουδετερόφιλος]], [[παλιόφιλος]], <i>ποδοσφαιρόφιλος</i>, [[ποταμόφιλος]], [[ρωσόφιλος]], [[σαπρόφιλος]], [[σκιόφιλος]], [[σλαβόφιλος]], [[σπερμόφιλος]], [[υγρόφιλος]], [[υδρόφιλος]], [[ψυχρόφιλος]]<br />β) συνθετικό σε -<i>φιλής</i>: [[δημοφιλής]], [[θεοφιλής]], [[μουσοφιλής]], [[προσφιλής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλιφιλής</i>, [[δυσφιλής]], [[ευφιλής]], [[κοινοφιλής]], [[μετριοφιλής]], [[μονοφιλής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαοφιλής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:45, 26 March 2021
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with ῑ at the beginning of a verse, v. infr.]. I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.; παῖδε φίλω 7.279; freq. c. dat., dear to one, μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381; φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns, φίλε τέκνον Od.2.363, 3.184, etc.; but φίλον τέκος Il.3.162; also φίλος for φίλε (Att., acc. to A.D.Synt.213.28), φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr.545 (lyr.), E.Supp.277 (lyr.), Ar.Nu.1168(lyr.): gen. added to the voc., φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74, 24.40; ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc.460 (lyr.): as Subst.: a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin, νόσφιφίλων Il.14.256; τῆλεφίλων Od.2.333, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj.1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen., ὁ Διὸς φίλος A.Pr.306; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47; φ. ἐμός S.Ph.421; τῶν ἐμε̄ν φ. ib.509; τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN1166a31; κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr.279c, cf. Arist.EN1159b31; οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE1245b20; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48; φ. καὶ σύμμαχος D.9.12, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things, οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3; ἀληθείας Pl.R.487a; τῶν εἰδῶν Id.Sph.248a; Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36, etc.; ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38; κτᾶσθαι Isoc.2.27, cf. Th.2.40; φίλους τιθέντες τούς γε πολεμιωτάτους E.Hec.848; φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63; ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40; for Hdt.3.49, v. φίλιος. b φίλη, ἡ, dear one, friend, κλῦτε, φίλαι Od.4.722; λόγοις ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146,288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers.832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; φίλην ποιήσασθαί τινα Antipho 1.14. c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC187 (lyr.): addressed to persons, darling, φ. ἐμόν Ar.Ec.952 (lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers.851, Eu.216, S.OT366, OC1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id.Ion523 (troch.), 613. d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simply οἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.). 2 of things, pleasant, welcome, δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208, cf. Il.1.167: c. dat. pers., αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη 5.891, cf. Od.8.248, 13.295; οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr.660, cf. infr. ΙΙ. b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart, εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387; εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17; καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145, etc.; τοῦτο μὲν ἴτω ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον Pl.Ap. 19a: less freq. c. inf., οὐ μὲν Τυδέϊ γ' ὧδε φίλον πτωσκαζέμεν Il.4.372; πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν Τρώων 21.101, cf. 24.334, Od. 14.378; so ταῦτα δαίμονί κοω φίλον ἦν οὕτω γενέσθαι Hdt.1.87, cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag.161 (lyr.): agreeing with pl., αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι Il.1.107, cf. Od.17.15; ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345; σοὶ δ' ἔργα φίλ' ἔστω μέτρια κοσμεῖν Hes.Op.306. c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58; κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31; εἰς ὅ κε . . μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610; φίλον κατὰ λαιμόν 19.209; esp. of one's nearest kin, πατὴρ φ. 22.408, Sapph.Supp.20a.ΙΙ; ἄλοχος φ. Il.5.480: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession, φίλα εἵματα 2.261; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20. d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P. II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing, φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219; φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210; φ. εἰδέναι τινί 3.277; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37. 2 fond of a thing, attached to, ἄλλων νόμων Arist.Fr.543; δειλίας φίλον Pl.R.604d. III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag.247(lyr.), [1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581. 2 in a friendly, kindly spirit, τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC758; φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5, cf. Pl.Epin. 988c. IV φίλος has several forms of comparison: 1 Comp. φιλίων [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj.842. 2 Comp. φίλτερος, Sup. φίλτατος, v. sub voce. 3 Comp. φιλαίτερος X.An.1.9.29, Call.Del.58: Sup. φιλαίτατος X.HG7.3.8, Theoc.7.98. 4 regul. Comp. φιλώτερος X.Mem.3.11.18 codd., Call.Fr.146. 5 also as Comp., μᾶλλον φίλος A.Ch.219, S.Ph.886; φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4; Sup., μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17.
German (Pape)
[Seite 1285] geliebt, lieb, befreundet, von Personen u. Sachen, Hom. u. Folgde überall; μάλα οἱ φίλος ἦεν Il. 1, 381; εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος 4, 402; Αἰνείας φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσι 20, 347; οὐ γάρ τίς μοι ἔτ' ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ ἤπιος οὐδὲ φίλος· πάντες δέ με πεφρίκασιν 24, 775; ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν ἀνθρώποις Od. 10, 38; δαίμοσιν πράττειν φίλα Aesch. Prom. 603; u. in Prosa, z. B. φίλος ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ Plat. Gorg. 510 b; für ὁ ἐμοὶ φίλος auch ὁ ἐμὸς φίλος, ὁ σὸς φίλος, Theogn. 100 u. sonst. – Bes. häufig φίλος, φίλε, φίλοι mit u. ohne Substantiv in Anreden, Hom. u. Folgde; auch φίλε τέκνον, Od. 2, 363. 3, 184 u. sonst; φίλ' ἀνδρῶν Theocr. 15, 74. 24, 40. – Φίλον ἐστί μοι, es ist mir lieb, gefällt mir, ist nach meinem Sinne; ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ Od. 13, 145, vgl. 335. 11, 222, u. öfter; αἴ κέ περ ὔμμι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Il. 7, 387; μὴ τοῦτο φίλον Διῒ πατρὶ γένοιτο Od. 7, 316; auch φίλα ἐμοί ἐστιν, wie ἦ γὰρ ἐμοὶ φίλ' ἀληθέα μυθήσασθαι 17, 15, vgl. Il. 1, 107; ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι, dann behagt es euch, Braten zu essen, Il. 4, 345; vgl. Her. 1, 108. 4, 97. – Der einfachen alten Sprache des Hom., wie noch jetzt der Kindersprache, ist die Umschreibung des Possessivpronomens durch φίλος eigen, von den Gliedern des menschlichen Leibes, wie von den nächsten Angehörigen und Verwandten, der liebe Vater, die liebe Mutter, für mein, dein, sein Vater; τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός Il. 11, 407, das liebe Herz, dein, mein Herz, obwohl diese prosaische Erkl. nicht als Übersetzung gelten darf; φἰλον δ' ἐξαίνυτο θυμὸν ἀμφοτέρω, 5, 155, er raubte beiden das liebe Leben; κατεπλήγη φίλον ἦτορ, er erschrak im lieben Herzen, 3, 31; οὐ γάρ σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ 13, 713; πρὶν δ' οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις, οὐδὲ βρῶσις 19, 209; εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9, 609, d. i. meine Kniee, u. ä. oft; ᾤμωξεν δ' ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, der liebe Vater, d. i. sein Vater, Il. 22, 408; φίλος υἱός 2, 17, u. so ἄλοχος, τέκνα u. vgl. Es wird dadurch nur die Liebe bezeichnet, die für solche Verhältnisse natürlich ist, ohne daß man ihr wirkliches Vorhandensein im einzelnen Falle ausspricht, wie es von Meleager heißt μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ, Il. 9, 555, erzürnt gegen die liebe Mutter, obwohl sie in diesem Falle nicht von ihm geliebt wurde; dah. bezeichnet es übh. den Besitz, z. B. φίλα εἵματα Il. 2, 261; einzeln so noch bei Pind. u. Tragg. – Als subst., der Freund, der Geliebte, Hom. u. Folgde überall; im plur. die durch Freundschaft od. Verwandtschaft Verbundenen, die Befreundeten, Verwandten, die Gattinn, φίλη ἀνάεδνος Il. 9, 146. 288. – Selten und nur poet. = liebevoll, freundlich, freundschaftlich, hold, τινί, seltner τινός, Dissen Pind. N. 5, 7-18; φίλα φρονέων Il. 4, 219. 5, 116 u. öfter; φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς 17, 325; φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν Od. 3, 277; φίλα ποιεῖσθαί τινα, Einem Gutes oder Angenehmes erzeigen, ihm Etwas zu Gefallen thun, Her. 2, 152. 5, 37. 7, 107. – Adv. φίλως, Hom. nur einmal, φίλως χ' όρόῳτε, ihr würdet es gern sehen, Il. 4, 347; Hes. Sc. 45; Aesch. Ag. 238. 314. 1503. – Comparat. - a) φιλίων, ον Od. 19, 351. 24, 268; superl. φίλιστος, Soph. Ai. 829. – b) φίλτερος, Il. oft, superl. φίλτατος, so immer bei Hom.; Pind. I. 1, 5 P. 8, 13. 9, 102 u. Tragg.; wie in Prosa; τὰ φίλτατα, das Liebste, wie Eltern, Kinder u. vgl., περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν καὶ κινδυνεύειν Plat. Prot. 313 c; ἐν τοῖς φιλτάτοις κινδυνεύειν Legg. I, 650 a. – c) φιλαίτερος, superl. φιλαίτατος; Philet. 11; Xen. An. 1, 9,29 Hell. 7, 3,8; Theocr. 7, 98; Callim. Del. 58. – d) regelmäßig, φιλώτερος, Xen. Mem. 3, 11, 18, u. φιλώτατος, bei Sp. – [Ι, an sich kurz, wird in φίλε in der ersten Hebung des Verses von Hom. lang gebraucht, Il. 4, 155. 3, 359.]
French (Bailly abrégé)
η ou poét. ος, ον :
ami :
I. 1 aimé, chéri, cher : τινι à qqn ; au voc. φίλος avec un subst. masc. ou φίλε avec un subst. masc. ou neutre : φίλε τέκνον OD cher enfant ; subst. ὁ φίλος l’ami ; φίλοι les amis ; avec un gén. : ὁ Διὸς φίλος ESCHL l’ami de Zeus ; τοὺς ἐμαυτοῦ φίλους ESCHN mes amis ; avec un adj. : φίλος ἐμός SOPH mon ami ; τοὺς φίλους κτᾶσθαι THC se concilier des amis ; τὸ φίλον objet d’affection, être chéri, chose aimée, acceptée, admise ; τὰ φίλτατα les objets ou les êtres les plus chers;
2 agréable, qui plaît : τινι à qqn ; φίλον ἐστί IL, OD cela est agréable ; φίλον ἐστί μοι avec l’inf. : il me plaît de ; εἴ πού τοι φίλον ἐστί OD si cela t’est agréable ; avec un part. : εἰ τόδ’ αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ ESCHL s’il lui plaît d’être appelé ainsi ; au pl. φίλα ἐστί avec l’inf. il est agréable de, il plaît de;
3 en poésie (particul. chez Hom.), s’emploie comme équivalent de l’adj. poss. « mon, ton, son, etc. » mais toujours appliqué à des êtres ou à des objets réputés chers : φίλον ἦτορ IL mon (ton, son) cœur ; μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ IL irrité dans son cœur contre sa mère Althæé ; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε OD nous serrant tous les deux dans nos bras;
II. 1 qui aime, gén.;
2 rare et surt. en poésie aimant, bienveillant : τινι pour qqn ; φίλα φρονέειν τινι IL, φίλα εἰδέναι τινί OD avoir de la bienveillance pour qqn ; φίλα οἰεῖσθαί τινι HDT témoigner de l’amitié à qqn, faire bon accueil à qqn;
Cp. φιλώτερος, φιλαίτερος, poét. φίλτερος ou φιλίων, Sp. φιλαίτατος, φίλτατος ou poét. φίλιστος.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
comp. φιλίων and φίλτερος, sup. φίλτατος, voc. at the beginning of the verse φῖλε: own, dear, but it must not be supposed that the first meaning has not begun everywhere in Homer to pass into the stage of the latter, hence neither Eng. word represents its force in many instances, φίλα εἵματα, φίλος αἰών, and of parts of the body, φίλαι χεῖρες, etc. Pl. φίλοι, dear ones, friends, one's own, Od. 4.475. Neut., φίλον, φίλα, pleasing, acceptable; φίλον ἔπλετο θῦμῷ, αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι, you like to, Il. 1.107 ; φίλα φρονεῖν, εἰδέναι τινί, be kindly disposed, Il. 4.219, Od. 3.277.
English (Slater)
φῐλος (-ος, -ῳ, -ον, -ε, -ος, -οι, -ων, -οις, -οι; -ας, -αν, -α, -ας; -ῳ, -ον voc., -ων, -α: φίλτερον nom., voc.: φίλτατον nom., acc.)
1 pass.,
a welcome, dear, well-loved of places, οἶα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.16) τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον (O. 1.38) ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς (O. 9.21) Αἴγινα φίλα μᾶτερ (cf. 1. b infra) (P. 8.98) πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ (N. 8.13) χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (I. 7.27) of actions, τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι (O. 1.85) ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (O. 10.12) κέρδος δὲ φίλτατον ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι (P. 8.13) of pers., κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις (O. 9.4) γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος (O. 13.58) παρ' ἀνδρὶ φίλῳ (P. 4.1) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.123) ἄνδρασι χάρμα φίλοις (P. 9.64) ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο (P. 12.18) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος (N. 7.62) χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν (N. 8.42) προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (I. 6.18) τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον λτ;θεῷ> (sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. esp. subs., friend, φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν (O. 2.93) ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.5) σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.51) ὦ φίλε (P. 1.92) φίλον εἴη φιλεῖν (P. 2.83) εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93) ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (P. 11.38) εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων (N. 1.32) χαῖρε, φίλος (N. 3.76) φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν (N. 4.22) “οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” (N. 10.78) κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων (I. 2.11) τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.59) εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.31) θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229.
b poss., own dear of relatives, possessions, bodily parts εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ (O. 1.4), cf. Πα. . 12. Ὑπεριονίδας ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.41) μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.61) ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (P. 5.114), cf. (P. 8.98) “φίλας ὑπὸ ματέρος” (P. 9.61) ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (P. 9.98) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται (N. 10.55) δηριαζόμενον κτάνεν λτ;ἐνγτ; τεμένει φίλῳ (sc. Ἀπόλλων) Πα. . 12. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
c comp. τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς (I. 1.5) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad. Δ. 2.
2 act., welcoming, friendly ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (φίλων c. τινος, Bergk; c. ἔργων, Schr.: ποίνιμος coni. Spiegel e Σ, ἀμειπτική) (P. 2.17) πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας ὤρεγον χεῖρας (P. 4.239) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος (Pae. 6.12) [? (O. 1.16) ] add. gen., Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον (P. 3.5) Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν (N. 5.8)
3 frag. ]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα[ (Π̆{pc}: φιλ, φιλως Π.) Δ. 3. . ]τι φίλης ?fr. 333d. 20. ]εν αλκανεοις φιλ[ ?fr. 348a.
English (Strong)
properly, dear, i.e. a friend; actively, fond, i.e. friendly (still as a noun, an associate, neighbor, etc.): friend.
Greek Monolingual
-ίλεος, τὸ, Α
φιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος της λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος.
-η, -ο / φίλος, -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και -ος Α
1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι, παῑδε φίλω, πολεμίζετε, μηδέ μάχεσθον», Ομ. Ιλ.)
2. ο φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι, αυτός που αγαπά κάποιον ή κάτι (α. «φίλος του βιβλίου» β. «φίλαν ξένων ἄρουραν», Πίνδ.)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φίλος και η φίλη
α) άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία αγάπη και αφοσίωση (α. «είναι αχώριστοι φίλοι» β. «τῆλε φίλων ἀπόληται», Ομ. Οδ.)
β) εραστής, ερωμένος (α. «συζεί με τον φίλο της» β. «λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῡσαν οὐ στέργω φίλην», Σοφ.)
4. (η κλητ. του αρσ.) φίλε
χρησιμοποιείται ως προσφώνηση, όταν απευθύνεται κανείς σε ένα άγνωστο πρόσωπο
5. φρ. (λόγ.) «φίλα φρονώ» — τρέφω φιλικά αισθήματα
νεοελλ.
φρ. α) «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του» — δηλώνει ότι η φιλία συγχωρεί τα ελαττώματα τών φίλων
β) «μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα» — δηλώνει ότι, ακόμη και απέναντι σε πρόσωπα τόσο αγαπητά όσο οι φίλοι, υπάρχει ένα όριο ανοχής
γ) «από μακριά και φίλοι» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή η ύπαρξη μιας πραγματικής φιλίας και είναι καλύτερο να διατηρούνται οι τύποι και οι αποστάσεις
δ) «δείξε μου τον φίλο σου, να σού πω ποιος είσαι» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος κρίνεται από το περιβάλλον με το οποίο συναναστρέφεται
αρχ.
1. σύμμαχος («εἰ πολλάκις καὶ φίλοι καὶ πολέμιοι γενόμενοι Λακεδαιμονίοις», Ξεν.)
2. (για πράγμ.) ευχάριστος, τερπνός («αἰεὶ δ' ἡμῑν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι
4. (στον Όμ. και σε άλλους ποιητές) (συν. σχετικά με μέλη του σώματος ή με τη ζωή του ομιλούντος) ο δικός (α. «κατεπλήγη φίλον ἦτορ», Ομ. Ιλ.
β. «φίλον κατὰ λαιμόν», Ομ. Ιλ.)
5. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλοι
α) οι οικείοι
β) οι κοντινοί συγγενείς
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ φίλη
α) η μητέρα ως το κατ' εξοχήν αγαπητό πρόσωπο
β) η σύζυγος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλον
αντικείμενο αγάπης («ὅτι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῑν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι», Σοφ.)
8. (το ουδ. χωρίς ἀρθρ. ως προσφώνηση προσ.) φίλον
αγάπη μου
9. φρ. α) «φίλα ποιοῦμαι τινι» — κάνω φιλικές προτάσεις σε κάποιον (Ηρόδ.)
β) «κουρίδιος φίλος» — ο σύζυγος (Ομ. Οδ.)
γ) «οἱ πρώτοι φίλοι» — ονομασία αξιώματος στην αιγυπτιακή αυλή επιγρ.
δ) «φίλος πόνος» — ο συνήθης κόπος (Θεόκρ.)
στ) «φίλον ἐστί [ή γίγνεταί] μοι» — μού είναι αγαπητό, μού αρέσει (Ομ. Οδ.).
επίρρ...
φίλως Α
φιλικά, με αγάπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Παρά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, δυσερμήνευτο παραμένει το θ. της λ. φίλος. Κατά μία άποψη, μάλλον αβέβαιη, η λ. και τα παρ. της ανάγονται σε θ. φιλο- (όπου το -λο- είναι επίθημα), ενώ ένα θ. φιλ- που εμφανίζεται συχνά είναι δευτερεύον και όλοι οι σχηματισμοί από αυτό το θ. θεωρούνται αναλογικοί. Έτσι, τα παραθετικά φιλ-ίων, φίλ-ιστος < φίλος, κατά τα κακίων, κάκιστος < κακός, ενώ οι τ. φίλτερος, φίλ-τατος κατά τα φέρτερος, φέρτατος. Ο μεσ. αόρ. φίλατο του ρ. φιλώ έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. ενεργ. αορ. ἔφιλα αναλογικά προς το σχήμα δοκῶ: ἔδοξα και όχι μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φίλλω (πρβλ. τίλλω: ἔτιλα). Όσο για την εναλλαγή φιλο- / φιλτο- στο ανθρωπωνύμιο Φιλ- (τ)όξενος πρβλ. Κλει(τ)ομένης, Φαν(τ)αγόρας. Ωστόσο, πιθανότερη και οικονομικότερη θεωρείται η άποψη ότι η οικογένεια αυτή τών λ. ανάγεται σε ένα αρχικό θ. φιλ- που είναι ανεξάρτητο από το θ. φιλ-ε-/ο-. Με αφορμή την ομηρική χρήση της λ. ως κτητικού και την μορφολογική ομοιότητά της με το λυδ. bilis «δικός του / της» (< bi- «αυτός»), η λ. φίλος υποστηρίζεται ότι είναι ανεξάρτητος σχηματισμός του γλωσσ. υποστρώματος, παράλληλος προς την αυτοπαθή αντων. σφι (πρβλ. και τους τ. της Γερμανικής: γοτθ. swes, αρχ. άνω γερμ. swās «ίδιος, δικός μου» < ΙΕ ρίζα swe, βλ. λ. ἕ). Η άποψη αυτή, όμως, προσκρούει σε φωνολογικές δυσχέρειες, παρά την ύπαρξη του λακων. τ. φι(ν) της δοτ. σφιν της αντων. σφεῖς. Άλλες συνδέσεις της λ., τέλος, όπως με το α' συνθετικό Bil- τών γερμ. κύριων ον. Bil(i)-frid, Bili-grad ή με το σλαβ. milb «αγαπητός», θεωρούνται ακόμα λιγότερο πιθανές. Σημασιολογικά, η λ. φίλος χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα. Λειτουργεί και ως ουσ. και ως επίθ., τόσο με ενεργ.όσο και παθ. σημ. Το ουσ. χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει καθέναν από τους δύο που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, είτε τον φιλοξενούμενο είτε αυτόν που φιλοξενεί, εκφράζοντας στην κυριολεξία όχι τόσο μια συναισθηματική σχέση, όσο τη συμμετοχή σε μια σχέση ή ένα σύνολο, τον ρόλο που έχει κατά κάποιο τρόπο αποκτηθεί. Αυτή η έννοια της αναπαλλοτρίωτης κτήσης απαντά και στον Όμηρο, όπου το επίθ. φίλος λειτουργεί ως κτητικό για να προσδιορίσει τις λ. εἵματα, ἦτορ, θυμός κ.ά. Ως επίθ. επίσης, η λ. αναφέρεται σε πρόσ. ή πράγματα με παθ. σημ. «αγαπητός» αλλά και, σπανιότερα, ενεργ. «αυτός που αγαπά». Η έννοια της αγάπης και της φιλίας, αν και δευτερεύουσα, είναι αρχαιότατη, ήδη απο τη μυκην. εποχή, γι' αυτό και η λ. χρησιμοποιήθηκε και για τους συγγενείς που μένουν στην ίδια εστία. Στη Μυκηναϊκή, η λ. απαντά ως α' συνθετικό ανθρωπωνυμίων (πρβλ. μυκην. pirokate = Φιλοκάρτης / Φιλοκράτης, piropatara = Φιλοπάτρα). Ως β' συνθετικό, η λ. απαντά με τις μορφές: α) -φιλος είτε με σημ. «αυτός που έχει φίλους» (πρβλ. ά-φιλος, πολύ-φιλος) είτε με σημ. «αυτός που αγαπά» (πρβλ. πονηρό-φιλος), και β) -φιλής, που έχει σχηματιστεί από το ρ. φιλῶ, μέσω ενός ουδ. φῖλος, κατά τα -αλγής: ἀλγῶ: ἄλγος, -μισής: μισῶ: μῖσος και έχει σημ. «αυτός που αγαπά ή αγαπιέται» (πρβλ. δυσ-φιλής, θεοφιλής).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. φιλ(ο)- (Β' συνθετικό) α) σε -φιλος: άφιλος, πολύφιλος
αρχ.
απιστόφιλος, απρόσφιλος, αρηΐφιλος, αρχίφιλος, ασύμφιλος, γραόφιλος, διαλυσίφιλος, διΐφιλος, θεόφιλος, καινόφιλος, καιρόφιλος, κακόφιλος, καλόφιλος, κυστόφιλος, λογόφιλος μεγαλόφιλος, μεσόφιλος, μυριόφιλος, παιδόφιλος, πάμφιλος, πασίφιλος, πονηρόφιλος, υμνόφιλος, φανερόφιλος, φιλόφιλος, χρηστόφιλος, χρυσόφιλος
νεοελλ.
αγγλόφιλος, αερόφιλος, αιμόφιλος, ακανθόφιλος, αμφιφυλόφιλος, ανεμόφιλος, ανθόφιλος, αρχαιόφιλος, ασβεστόφιλος, βιβλιόφιλος, γαλλόφιλος, γαστρόφιλος, γερμανόφιλος, γυναικόφιλος, δασόφιλος, δενδρόφιλος, εικονόφιλος, ειρηνόφιλος, εντομόφιλος, ζωόφιλος, ηλιόφιλος, θεατρόφιλος, θερμόφιλος, ιταλόφιλος, κινηματογραφόφιλος, μαλακόφιλος, μουσικόφιλος, μυρμηκόφιλος, νεκρόφιλος, ξενόφιλος, ξηρόφιλος, ομοφυλόφιλος, ορνιθόφιλος, ουδετερόφιλος, παλιόφιλος, ποδοσφαιρόφιλος, ποταμόφιλος, ρωσόφιλος, σαπρόφιλος, σκιόφιλος, σλαβόφιλος, σπερμόφιλος, υγρόφιλος, υδρόφιλος, ψυχρόφιλος
β) συνθετικό σε -φιλής: δημοφιλής, θεοφιλής, μουσοφιλής, προσφιλής
αρχ.
αλιφιλής, δυσφιλής, ευφιλής, κοινοφιλής, μετριοφιλής, μονοφιλής
νεοελλ.
λαοφιλής].
Greek Monotonic
φίλος: -η, -ον (ῐ· αλλά κλητ. φίλε με ῑ, σε Όμηρ.)·
I. 1. Παθ., αγαπημένος, αξιαγάπητος, αγαπητός, Λατ. amicus, carus, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., αγαπητός σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., φίλε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. -ον, φίλε τέκνον, σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' ἀνδρῶν, σε Θεόκρ.· ὦ φίλα γυναικῶν, σε Ευρ.· συχνά ως ουσ., φίλος, ὁ, φίλος, σε Όμηρ.· παροιμ., ἔστιν ὁ φίλος ἄλλος αὐτός, ο φίλος είναι ο άλλος εαυτός, σε Αριστ.· κοινὰτὰ τῶν φίλων, σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. φίλη, ἡ, αγαπητή, φίλη, Λατ. amica, σε Όμηρ., Αττ.· φίλον, τό, αντικείμενο αγάπης, σε Σοφ.· τὰ φίλτατα, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η σύζυγος και τα παιδιά, σε Τραγ.
2. λέγεται για πράγματα, αγαπητός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον ἐστί ή γίγνεταί μοι, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ.
3. στους Ποιητές, το φίλος χρησιμοποιείται για την ίδια την ζωή κάποιου, φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν, έδιωξε μακριά ευχάριστη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον ἦτορ, φίλα γούνατα, πατὴρ φίλος, φίλη ἄλοχος, σε Όμηρ.· φίλην ἄγεσθαι, παίρνω τη γυναίκα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. με Ενεργ. σημασία, όπως φίλιος, αγαπητός, φιλικός, σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν ξένων ἄρουραν, φιλικός στους ξένους, σε Πίνδ.· φίλα φρονέειν τινί, νιώθω φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· φιλία ποιεῖσθαί τινι, κάνω φιλία με κάποιον, σε Ηρόδ.
III. επίρρ. φίλως, φίλως χ' ὁρόῳτε, βλέπετε αυτό με ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλωςἐμοί, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· φίλως δέχεσθαί τινα, σε Ξεν.
IV. φίλος, έχει αρκετούς τύπους παραθετικών·
1. συγκρ. φιλίων [ῐ], -ον, σε Ομήρ. Οδ.
2. Συγκρ. φίλτερος, υπερθ. φιλαίτατος, σε Ξεν., Θεόκρ.
4. σε Αττ. μᾶλλον φίλος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. μάλιστα φίλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φίλος: II ὁ
1) друг, приятель Hom., Trag. etc.: φίλοι καὶ πολέμιοι Xen. друзья и враги; ὡς φ. καὶ σύμμαχος Dem. в качестве друга и союзника;
2) любитель, поклонник (ἀληθείας, δικαιοσύνης, ἀνδρίας Plat.).
3, редко 2 (ῐ, но у Hom. voc. φίλε in arsi с ῑ; voc. тж. φίλος; compar. φιλώτερος, φίλτερος, φιλαίτερος - эп. φιλίων; superl. φίλτατος, φιλαίτατος, φίλιστος)
1) любимый, милый, дорогой (τινί Hom.): φίλε κασίγνητε! Hom. милый брат!; ὦ φ., ἄντομαι! Eur. умоляю тебя, мой дорогой!; ὦ φίλα γυναικῶν! Eur. о, единственно любимая из женщин!;
2) приятный, угодный (αἴ κέ περ ὔμμι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Hom.): εἰ τόδ᾽ αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ Aesch. если ему нравится быть так именуемым; πυθόμενος, εἴ οἱ φίλον εἴη γνώμην ἀποδέκεσθαι Her. спросив, угодно ли ему будет принять совет; σοὶ δ᾽ ἔργα φίλ᾽ ἔστω μέτρια κοσμεῖν Hes. пусть будут тебе по сердцу размеренные труды, т. е. приучись делать все в свое время;
3) (у Hom., иногда у Pind. и Trag. - с эмоционально-подчеркнутым оттенком близости) родной, собственный, свой (πατήρ Hom.; μητρὶ φίλῃ χωόμενος κῆρ Hom.): εἰσόκε μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ Hom. доколе будут двигаться мои колени; φίλα εἵματα Hom. собственные (твои) одеяния; φ. πόνος Theocr. привычный труд;
4) любезный, благосклонный, радушный (ξεῖνοι Hom.): φίλα μήδεα Hom. дружеские советы - см. тж. φίλον.
Middle Liddell
φίλος, η, ον [ι short: but voc. φίλε with ῑ in Hom.]
I. pass. loved, beloved, dear, Lat. amicus, carus, Hom., etc.; c. dat. dear to one, Hom.; voc. φίλε may be used with neut. nouns, φίλε τέκνον Od.; a gen. was sometimes added to the voc., φίλ' ἀνδρῶν Theocr.; ὦ φίλα γυναικῶν Eur.:—often as Subst., φίλος, a friend, Hom.:—proverb., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.; κοινὰ τὰ τῶν φίλων Plat.:—so in fem. φίλη, a dear one, friend, Lat. amica, Hom., attic:— φίλον, ου, an object of love, Soph.; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, such as wife and children, Trag.
2. of things, dear, pleasant, welcome, Hom.:—as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι 'tis dear to me, pleases me, Lat. cordi est, Hom., Hdt., etc.; εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, Aesch.
3. in Poets, φίλος is used of one's own limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.; φίλον ἦτορ, φίλα γούνατα, πατὴρ φίλος, φίλη ἄλοχος Hom.; φίλην ἄγεσθαι to take as his own wife, Il.
II. in act. sense, like φίλιος, loving, friendly, Hom.; c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pind.; φίλα φρονέειν τινί to feel kindly, Il.; φ. ποιεῖσθαί τινι to make friends with one, Hdt.
III. adv. φίλως, φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, Aesch.; φ. δέχεσθαί τινα Xen.
IV. φίλος has several forms of comparison:
1. comp. φιλίων [ῐ], ον, Od.
2. comp. φίλτερος, Sup. φίλτατος, v. sub vocc.
3. comp. φιλαίτερος, Sup. φιλαίτατος, Xen., Theocr.
4. in attic μᾶλλον φίλος Aesch., etc.; Sup. μάλιστα φ. Xen.
Frisk Etymology German
φίλος: {phílos}
Forms: Steigerungsformen: a. φιλίων (τ 351 = ω 268), -ιστος (S. Aj. 842 [interpoliert?], gesichert als PN) wie κακίων, -ιστος u.a.; b. φίλτερος (ep. poet., sp. Prosa), -τατος (auch att. Prosa; dor. φίντ-) nach βέλτερος, φέρτερος, -τατος u.a. (abzulehnen Szemerényi Syncope 249 f.: aus *φιλότερος synkopiert); c. φιλαίτερος, -τατος (X., Kall., Theok. u.a.) nach παλαίτερος, -τατος u.a.; d. φιλώτερος (X., Kall.); e. μᾶλλον φίλος (A., S., Thphr.), μάλιστα φ. (X.).
Grammar: Subst. und Adj.
Meaning: Freund, freundlich, lieb (seit Il.), zugehörig, eigen, auch reflexivpossessiv ‘suus (tuus, meus)’, von Verwandten, Körperteilen, Kleidung u. dgl., pl. die Angehörigen, die Seinigen (ep. poet. seit Il.).
Composita : In der Komposition unbeschränkt produktiv. Als Vorderglied z. B. φιλόφρων mit freundlichem Sinne, freundlich gesinnt (Pi., ion. att.), φιλομμειδής ‘mit freundlichem Lä-cheln’ (ep. seit Γ 324; vgl. zu μειδιάω); schon vom Beginn der Überlieferung verbal umgedeutet, z. B. φιλόξεινος (-ξενος) dem der Gast lieb ist > den Gast liebend, gastfreundlich (seit Od.); in Univerbierungen, z.B. φιλοθύτης m. (: φιλεῖ θύειν) das Opfern liebend, Freund des Opfers (Ar. u.a.). Als Hinterglied, z.B. πολύφιλος mit vielen Freunden (Pi., Lys., Arist.), oft verbal empfunden mit Übergang in die σ-Stämme, z.B. θεοφιλής den Göttern lieb, gottgeliebt (ion. att.); ebenso προσφιλής befreundet, beliebt, liebevoll (ion. att.; προσφιλέω nur Eust.).
Derivative: Ableitungen. Subst. : 1. φιλότης, -ητος f. Freundschaft, Gastfreundschaft, Liebe (ep. poet. seit Il.) mit -οτήσιος, dor. -οτάσιος [[zur φιλότης gehörig]] (ep. poet. seit λ 246); auch -οττάριον Anrede an ein Mädchen (Ar. Ek. 891) mit hypokor. Gemination nach νηττάριον? (Thierfelder briefl.). 2. φιλία, ion. -ίη f. Freundschaft, Zuneigung, Liebe (Thgn., Emp., ion. att.; von φίλιος unabhängig). Adj.: 3. φίλιος freundlich (Pi., ion. att.) mit -(ι)ωτικός (Theol. Ar.). 4. -ικός ib. (Pl., X., Arist. usw.; Chantraine Études 146f.). 5. -ιακός ib. (Plot.), -ιακόν n. N. eines Vereins (Inschr. Korykos), zunächst von φιλία. — Verba: 6. φιλέω (seit Il.), äol. -ημμι (Sapph.), -ήμεναι (X 265), Aor. -ῆσαι (seit Il.; zu falschem -ᾶσαι bei Theok. Strunk Glotta42, 165ff.), Pass. -ήθην (Β668 [3. pl. -ηθεν], att.), Med. Ipv. φῖλαι, (ἐ)φίλατο, φίλωνται u.a. (ep. seit Il.; vgl. unten), Fut. -ήσω, -ήσομαι (seit Od.), Perf. πεφίλημαι, -ηκα (Pi. usw.), bisweilen m. Präfix, bes. κατα-, ’φίλος, Freund sein, mit Freundschaft, Zuneigung, Liebe behandeln, lieben, bewirten, pflegen’, nachhom. auch küssen (bes. m. κατα-), m. Inf. zu tun lieben, zu tun pfiegen. 7. Von φιλία (φίλιος) : φιλιάζω sich befreunden (LXX, hell. Pap. u.a.) mit -ιαστής H. s. συναλλακτής; -ιόομαι, -ιόω Freundschaft schließen (sp.) mit -ίωσις (Sch.), -ιωτής = διαλλακτής (Suid.); -ιαίνομαι ib. (sp.). — 7. Nomina von φιλέω : φιλήτωρ f. Geliebte (A.Ag.14A6; Fraenkel Nom. ag. 2, 22 u. 49f.), liebend, liebevoll (Nonn.); -ητής m. Liebhaber (AP), -ητικός zum Lieben, zum Küssen geneigt (Arist. u.a.), -ημα (hyperdor. -αμα Mosch.) n. Kuß (A.Fr. 135 = 228 M., E., X. u.a.), -ημάτιον PN (f., Luk.), ἀντιφίλησις f. Gegenliebe (Arist.), φιλημοσύνη f. Freundlichkeit (Thgn. : φιλήμων EM, sonst PN). Auch φίλτρον n. ‘Liebeszauber, -trank, -mittel’ (poet. seit Pi., auch sp. Prosa), -τρὶς λίθος liebebringender Stein (Dam.); zur Bildung unten; daneben φίλητρα n. pl. (AP 11, 218; Text u. Bed. unsicher); φεῖλος (für -ῖ-) n. = φιλία (Epigr. Karien, etwa Ip), nach νεῖκος, μῖσος. — Zahllose sowohl zwei- wie eingliedrige PN, u.a. von *φιλτο- ausgehend, z.B. Φιλτόξενος, Φιλτάδης (vgl. unten). — Lit.: M. Landfester Das griech. Nomen φίλος und seine Ableitungen. Diss. Tübingen. Hildesheim 1966 (Spudasmata 11) mit weiteren reichen Lit.angaben, u.a. Hellene Kakridis La notion de l’amitié et de l’hospitalité chez Homere. Diss. Paris. Thessaloniki 1963. Außerdem H. Kuch Philologos. Untersuchungen eines Wortes von seinem ersten Auftreten in der Tradition bis zur ersten überlieferten lexikalischen Festlegung. Berlin 1965. — Zu den Steigerungsformen Seiler 97 ff.
Etymology : Wenn idg., muß φίλος in φιλο- oder φιλο- zerlegt werden und eine λ(ο)-Ableitung eines nicht näher bestimmbaren Grundworts sein. Die anscheinend primären Bildungen auf φιλ- sind somit sekundär. Zu den Steigerungsformen φιλίων, -τερος usw. und dem einmaligen φεῖλος (φῖλος) s. oben. Auch für die ep. Aoristformen (ἐ-)φίλατο usw. läßt sich eine analogische Entstehung zu φιλέω gut denken (vgl. δοκέω : ἔδοξα u. a. bei Schwyzer 718), ohne daß man ein Präsens *φίλλω wie τίλλω (EM, Osthoff MU 6, 184, Debrunner IF 21, 94) zu postulieren nötig hat. Zu bemerken die mediale Form wie in κύσασθαι zu κυέω neben akt.-kaus. κῦσαι. Ebenso wäre akt. *ἔφιλα Liebe erregen. Das nur in PN vorliegende Element φιλτο- kann analogisch zu φιλο- entstanden sein: Φιλτόξενος zu Φιλόξενος wie z.B. Φανταγόρας neben Φαναγόρας, Φαντίας neben Φανίας, Κλειτομένης neben Κλει-, Κλεομένης. Das gut eingebürgerte φίλτρον scheint sich den zahlreichen zweisilbigen Nomina instrumenti auf -τρον angeschlossen zu haben; die kausative Bed. Mittel, um Liebe zu erregen ist unverkennbar. — Eine überzeugende und ganz einwandfreie Etymologie fehlt. Da für φίλος von einem objektiv -sozialen Begriff eigen, zugehörig und nicht von einer subjektivgefühlsmaßigen Vorstellung lieb auszugehen ist (s. außer Landfester a. O. 1ff. mit Lit. auch Chantraine Études 15), ist die formal mögliche Anknüpfung an ein kelto -germanisches Adj. für angemessen, gut in ir. bil, gall. PN Bil-, ahd. bil-līh usw. (WP. 2, 185 m. Lit., Havers Sprachtabu 57 A. 2, auch Gāters KZ 75, 85 nach Meringer IF 18, 284 ff.) aufzugeben. Wegen der auffallenden Übereinstimmung mit lyd. bilis sein, ihr (von bi- er; s. Gusmani Lyd. Wb. 80f.) sieht Kretschmer IF 45, 267ff. in φίλος ein protoidg. Substratwort. Für Verwandtschaft mit bilis aber als Parallelbildung dazu vom Reflexiv σφι, lak. φιν auch Heubeck Lydiaka (Erlangen 1959) 69 A. 38 nach Johansson, Solmsen, Curtius u.a. (s. Landfester 34ff. mit Referat aller früheren Etymologien); eig. Bed. somit der Seinige wie germ., z.B. got. swes ’ἴδιος, eigen’, ahd. swās eigen, vertraulich, awno. svāss lieb, traut, die sich vom Refiexivum *su̯e (s. ἕ) nicht trennen lassen (WP. 2, 454ff., Pok. 882f.). — Abzulehnen Machek Zeitschr. f. Slaw. 1, 37f.: zu slav. milъ lieb mit idg. Wechsel bh- : m-. Nach v. Windekens Orbis 12, 480 f. uralisches LW (zu ungar. fél ~ fele Vertrauter, Genosse, Freund usw.), aus historischen Gründen ganz unwahrscheinlich.
Page 2,1018-1020
Chinese
原文音譯:f⋯loj 非羅士
詞類次數:形容詞(29)
原文字根:喜愛(者) 相當於: (אָהַב) (אַהֲבָה) (רֵעַ)
字義溯源:親愛的*,友愛,友誼,友,朋友
同源字:1) (ἀφιλάγαθος)反美德的 2) (ἀφιλάργυρος)不貪財的 3) (καταφιλέω)熱切的親嘴 4) (προσφιλής)友善的 5) (φιλάγαθος)喜愛良善 6) (φιλαδελφία)如兄弟的愛 7) (φιλάδελφος)弟兄相愛 8) (φίλανδρος)愛 9) (φιλανθρωπία)喜愛人類 10) (φιλανθρώπως)對人友愛 11) (φιλαργυρία)貪財 12) (φιλάργυρος)愛銀子 13) (φίλαυτος)愛自己的 14) (φιλέω)友愛 15) (φιλήδονος)愛享樂 16) (φίλημα)接吻 17) (φιλία)喜愛 18) (φιλόθεος)愛神 19) (φιλονεικία)好爭論 20) (φιλόνεικος)好爭吵的 21) (φιλοξενία)愛心接待客旅 22) (φιλόξενος)愛心待客的 23) (φιλοπρωτεύω)好為首 24) (φίλος)親愛的 25) (φιλοσοφία)哲學 26) (φιλόσοφος)喜愛智慧的 27) (φιλόστοργος)家人間的親愛 28) (φιλότεκνος)愛兒女 29) (φιλοτιμέομαι)渴望尊貴 30) (φιλοφρόνως)心思友愛地 31) (ταπεινόφρων / φιλόφρων)心思友愛的
出現次數:總共(29);太(1);路(15);約(6);徒(3);雅(2);約叄(2)
譯字彙編:
1) 朋友(25) 太11:19; 路7:34; 路11:5; 路11:6; 路11:8; 路12:4; 路14:10; 路14:12; 路15:6; 路15:9; 路15:29; 路16:9; 路21:16; 路23:12; 約3:29; 約11:11; 約15:13; 約15:14; 約15:15; 約19:12; 徒19:31; 徒27:3; 雅2:23; 約叄1:15; 約叄1:15;
2) 友(2) 徒10:24; 雅4:4;
3) 幾個朋友(1) 路7:6;
4) 一個朋友(1) 路11:5
English (Woodhouse)
acceptable, affectionate, dear, friendly, loved, pleasant, pleasing, welcome