δομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -η Paul.Sil.<i>Ambo</i> 187<br /><b class="num">1</b> [[propio para la construcción]] λᾶας <i>AP</i> 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[construcción]], [[cimiento]] βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos</i> A.R.1.737, cf. Nonn.<i>D</i>.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.<i>D</i>.26.56, cf. 37.99, Hsch.
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -η Paul.Sil.<i>Ambo</i> 187<br /><b class="num">1</b> [[propio para la construcción]] λᾶας <i>AP</i> 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[construcción]], [[cimiento]] βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos</i> A.R.1.737, cf. Nonn.<i>D</i>.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.<i>D</i>.26.56, cf. 37.99, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομαῖος Medium diacritics: δομαῖος Low diacritics: δομαίος Capitals: ΔΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: domaîos Transliteration B: domaios Transliteration C: domaios Beta Code: domai=os

English (LSJ)

α, ον, (δομή) A for building: δομαῖοι (sc. λίθοι) foundation-stones, A.R.1.737; δ. λᾶα APl.4.279.

German (Pape)

[Seite 655] zum Bau gehörig; λίθος, Bau- od. Grundstein, Ep. ad. 304 (Plan. 279). Auch οἱ δομαῖοι allein, Grundsteine, Ap. Rh. 1, 737.

Greek (Liddell-Scott)

δομαῖος: -α, -ον, (δομὴ) ὁ πρὸς οἰκοδομίαν κατάλληλος, δομαῖοι (ἐνν. λίθοι), θεμέλιοι λίθοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 737, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 279.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les constructions ; οἱ δομαῖοι (λίθοι) pierres de construction, fondations.
Étymologie: δόμος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Paul.Sil.Ambo 187
1 propio para la construcción λᾶας AP 16.279, κρηπίς Paul.Sil.l.c.
2 subst. ὁ δ. construcción, cimiento βάλλοντο δομαίους pusieron cimientos A.R.1.737, cf. Nonn.D.5.63, ἐπυργώσαντο λινοπλέκτοισι δομαίοις Nonn.D.26.56, cf. 37.99, Hsch.

Greek Monolingual

δομαῖος -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία
2. οἱ δομαῖοι (ενν. λίθοι)
οι θεμέλιοι λίθοι.

Greek Monotonic

δομαῖος: -α, -ον (δομή), κατάλληλος για οικοδόμηση, χτίσιμο, θεμέλιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δομαῖος, η, ον adj δομή
for building, Anth.