γαλαξαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾰλαξαῖος) -α, -ον | |dgtxt=(γᾰλαξαῖος) -α, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. -οισι Nonn.<i>D</i>.41.126]<br />[[blanco como la leche]], [[lechoso]] ἐέρσαι Nonn.<i>D</i>.3.389, ἴτυς Nonn.<i>D</i>.6.338, ῥέεθρα Nonn.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=γαλαξαῖος, -α, -ον (Α)<br />ο [[λευκός]] σαν [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τα [[γαλαξίας]], [[Γαλάξια]], παράγωγα της λ. [[γάλα]]. | |mltxt=γαλαξαῖος, -α, -ον (Α)<br />ο [[λευκός]] σαν [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τα [[γαλαξίας]], [[Γαλάξια]], παράγωγα της λ. [[γάλα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 20 July 2021
English (LSJ)
α, ον, A milky, milk-white, Nonn.D.6.338, al.
Greek (Liddell-Scott)
γαλαξαῖος: -α, -ον, γαλακτώδης, λευκός, Νόνν. Δ. 6. 338.
2) ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, γαλαθηνός, αὐτοθι 3. 389.
Spanish (DGE)
(γᾰλαξαῖος) -α, -ον
• Morfología: [plu. dat. -οισι Nonn.D.41.126]
blanco como la leche, lechoso ἐέρσαι Nonn.D.3.389, ἴτυς Nonn.D.6.338, ῥέεθρα Nonn.l.c.
Greek Monolingual
γαλαξαῖος, -α, -ον (Α)
ο λευκός σαν γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας, Γαλάξια, παράγωγα της λ. γάλα.