λοχαγώ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν | |mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῖν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> απαρτίζομαι από λοχαγούς. | ||
}} | }} |