λοχαγώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> απαρτίζομαι από λοχαγούς.
|mltxt=λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [[λοχαγός]]<br /><b>1.</b> [[διοικώ]] λόχο, στρατιωτικό [[σώμα]] που αποτελούνταν [[συνήθως]] από 100 άνδρες («[[ἐπεὶ]] εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῖν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> απαρτίζομαι από λοχαγούς.
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) λοχαγός
1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῖν ἡμῖν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.)
2. απαρτίζομαι από λοχαγούς.