κανηφορώ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κανηφορῶ, -έω (Α) [[κανηφόρος]]<br />[[εκτελώ]] [[κανηφορία]], [[φέρω]] [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική [[πομπή]] («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῖν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=κανηφορῶ, -έω (Α) [[κανηφόρος]]<br />[[εκτελώ]] [[κανηφορία]], [[φέρω]] [[πάνω]] στο [[κεφάλι]] τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική [[πομπή]] («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

κανηφορῶ, -έω (Α) κανηφόρος
εκτελώ κανηφορία, φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν», Πλούτ.).