κατηγορώ: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, -έω) [[κατήγορος]]<br /><b>1.</b> [[προσάπτω]] [[κατηγορία]] σε κάποιον, [[φέρνω]] κάποιον σε δικαστήριο, [[διώκω]] κάποιον δικαστικώς, [[ενοχοποιώ]] (α. «τον κατηγόρησαν για [[απάτη]]» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν τοὺς [[συνάρχοντας]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέμφομαι]] κάποιον, [[καταγγέλλω]] κάποιον για [[κάτι]] (α. «η [[αντιπολίτευση]] κατηγορεί την [[κυβέρνηση]] για [[αμέλεια]] στο [[θέμα]] τών σεισμόπληκτων περιοχών» β. «ὃς ἐμοῡ φιλιππισμὸν κατηγορεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κακολογώ]], [[επικρίνω]], [[κατακρίνω]], [[αποδοκιμάζω]], [[ψέγω]] (α. «τον κατηγόρησαν οι φίλοι του ως ανήθικο» β. «κατηγορεῑται τοὐπίκλημα τοῦτό μου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταβάλλω]], [[στενοχωρώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />([[διαμαρτύρομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κατήγορος]], εμφανίζομαι ως [[κατήγορος]] («σὺ δὲ κατηγόρει [[παρών]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κατηγορεῑται</i><br />υπάρχει, έχει διατυπωθεί [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]], [[μαρτυρώ]], [[δηλώνω]] («ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῑς ὃ κατηγορεῑ τὴν ὀλιγοετίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναπτύσσω]], [[εξηγώ]] («τὴν πολλὴν κατηγοροῦν
|mltxt=και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, -έω) [[κατήγορος]]<br /><b>1.</b> [[προσάπτω]] [[κατηγορία]] σε κάποιον, [[φέρνω]] κάποιον σε δικαστήριο, [[διώκω]] κάποιον δικαστικώς, [[ενοχοποιώ]] (α. «τον κατηγόρησαν για [[απάτη]]» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν τοὺς [[συνάρχοντας]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέμφομαι]] κάποιον, [[καταγγέλλω]] κάποιον για [[κάτι]] (α. «η [[αντιπολίτευση]] κατηγορεί την [[κυβέρνηση]] για [[αμέλεια]] στο [[θέμα]] τών σεισμόπληκτων περιοχών» β. «ὃς ἐμοῡ φιλιππισμὸν κατηγορεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κακολογώ]], [[επικρίνω]], [[κατακρίνω]], [[αποδοκιμάζω]], [[ψέγω]] (α. «τον κατηγόρησαν οι φίλοι του ως ανήθικο» β. «κατηγορεῑται τοὐπίκλημα τοῦτό μου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταβάλλω]], [[στενοχωρώ]], [[βασανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />([[διαμαρτύρομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κατήγορος]], εμφανίζομαι ως [[κατήγορος]] («σὺ δὲ κατηγόρει [[παρών]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κατηγορεῑται</i><br />υπάρχει, έχει διατυπωθεί [[κατηγορία]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]], [[μαρτυρώ]], [[δηλώνω]] («ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς ὃ κατηγορεῑ τὴν ὀλιγοετίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναπτύσσω]], [[εξηγώ]] («τὴν πολλὴν κατηγοροῦν
τες ἀπειροκαλίαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] με κατηγορηματικό τρόπο, [[διαβεβαιώνω]] («αὐτὸ κατηγορέει τὸ [[οὔνομα]] ὡς ἔστι Ἑλληνικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[καταφάσκω]]<br /><b>7.</b> <b>(λογ.)</b> [[αποδίδω]] [[ιδιότητα]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[κατηγορούμενο]].
τες ἀπειροκαλίαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] με κατηγορηματικό τρόπο, [[διαβεβαιώνω]] («αὐτὸ κατηγορέει τὸ [[οὔνομα]] ὡς ἔστι Ἑλληνικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[καταφάσκω]]<br /><b>7.</b> <b>(λογ.)</b> [[αποδίδω]] [[ιδιότητα]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[κατηγορούμενο]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, -έω) κατήγορος
1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τον κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν τοὺς συνάρχοντας», Ξεν.)
2. μέμφομαι κάποιον, καταγγέλλω κάποιον για κάτι (α. «η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για αμέλεια στο θέμα τών σεισμόπληκτων περιοχών» β. «ὃς ἐμοῡ φιλιππισμὸν κατηγορεῑ», Δημοσθ.)
3. κακολογώ, επικρίνω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, ψέγω (α. «τον κατηγόρησαν οι φίλοι του ως ανήθικο» β. «κατηγορεῑται τοὐπίκλημα τοῦτό μου», Σοφ.)
νεοελλ.-μσν.
καταβάλλω, στενοχωρώ, βασανίζω
μσν.
(διαμαρτύρομαι
αρχ.
1. είμαι κατήγορος, εμφανίζομαι ως κατήγορος («σὺ δὲ κατηγόρει παρών», Αριστοφ.)
2. μέσ. απρόσ. κατηγορεῑται
υπάρχει, έχει διατυπωθεί κατηγορία
3. αποδεικνύω, μαρτυρώ, δηλώνω («ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς ὃ κατηγορεῑ τὴν ὀλιγοετίαν», Ξεν.)
4. αναπτύσσω, εξηγώ («τὴν πολλὴν κατηγοροῦν τες ἀπειροκαλίαν», Λουκιαν.)
5. λέγω κάτι με κατηγορηματικό τρόπο, διαβεβαιώνω («αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὡς ἔστι Ἑλληνικόν», Ηρόδ.)
6. επιβεβαιώνω, καταφάσκω
7. (λογ.) αποδίδω ιδιότητα σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα
8. παθ. χρησιμεύω ως κατηγορούμενο.