μορφοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφοποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που δίνει [[μορφή]], που κατασκευάζει [[εικόνα]], ο [[ζωγράφος]] («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῖσαν [[ἐνθάδε]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=[[μορφοποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που δίνει [[μορφή]], που κατασκευάζει [[εικόνα]], ο [[ζωγράφος]] («ἐκ μορφοποιοῦ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῖσαν [[ἐνθάδε]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 209] gestaltend, K. S.

Greek Monolingual

μορφοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δίνει μορφή, που κατασκευάζει εικόνα, ο ζωγράφος («ἐκ μορφοποιοῦ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῖσαν ἐνθάδε», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ποιός].