ανεμιαίος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνεμιαῖος, -ον (Α) [[ανεμία]]<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[κενός]], [[ανυπόστατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» — [[αβγό]] άγονο, που η [[κότα]] το γέννησε [[χωρίς]] να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό<br />β) «ἀνεμιαῑον [[κύημα]]» — ψευτοεγκυμοσύνη, [[ανεμογγάστρι]].
|mltxt=ἀνεμιαῖος, -ον (Α) [[ανεμία]]<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[κενός]], [[ανυπόστατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνεμιαῖον ᾠόν» — [[αβγό]] άγονο, που η [[κότα]] το γέννησε [[χωρίς]] να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό<br />β) «ἀνεμιαῖον [[κύημα]]» — ψευτοεγκυμοσύνη, [[ανεμογγάστρι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἀνεμιαῖος, -ον (Α) ανεμία
1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος
2. φρ. α) «ἀνεμιαῖον ᾠόν» — αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό
β) «ἀνεμιαῖον κύημα» — ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι.