μνααίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δοχ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>δοχ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].